-
1 δεσποσυνος
2, Pind. 31) господский, хозяйский(λέχος HH.; μέλαθρα Arph.)
τὰ δεσπόσυνα (χρήματα) Xen. — хозяйское добро2) царский, царственный(δόμος Aesch.)
δεσπόσυναι ἀνάγκαι Aesch. — властные веления
См. также в других словарях:
δεσπόσυνος — δεσπόσυνος, ον (Α) [δεσπότης] 1. αυτός που ανήκει στον δεσπότη, στον κύριο 2. ο γιος τού δεσπότη, τού κυρίου 3. φρ. «δεσπόσυνοι ἀνάγκαι» η απολυταρχική διακυβέρνηση 4. το αρσ. ως ουσ. ο δεσπόσυνος ο δεσπότης … Dictionary of Greek
δεσπόσυνος — of masc nom sg δεσπόσυνος of masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δεσπόσυνον — δεσπόσυνος of masc acc sg δεσπόσυνος of neut nom/voc/acc sg δεσπόσυνος of masc/fem acc sg δεσπόσυνος of neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δεσποσύνων — δεσπόσυνος of fem gen pl δεσπόσυνος of masc/neut gen pl δεσπόσυνος of masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δεσποσύνοις — δεσπόσυνος of masc/neut dat pl δεσπόσυνος of masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δεσποσύνοισι — δεσπόσυνος of masc/neut dat pl (epic ionic aeolic) δεσπόσυνος of masc/fem/neut dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δεσποσύνοισιν — δεσπόσυνος of masc/neut dat pl (epic ionic aeolic) δεσπόσυνος of masc/fem/neut dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δεσποσύνου — δεσπόσυνος of masc/neut gen sg δεσπόσυνος of masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δεσποσύνους — δεσπόσυνος of masc acc pl δεσπόσυνος of masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δεσποσύνῳ — δεσπόσυνος of masc/neut dat sg δεσπόσυνος of masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δεσπόσυνα — δεσπόσυνος of neut nom/voc/acc pl δεσπόσυνος of neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)