Перевод: со всех языков на английский

с английского на все языки

δεσπόζω

См. также в других словарях:

  • δεσπόζω — to be lord pres subj act 1st sg δεσπόζω to be lord pres ind act 1st sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δεσπόζω — βλ. πίν. 35 (κυρίως στον ενεστ. και παρατατ.) …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • δεσπόζω — (AM δεσπόζω) 1. είμαι δεσπότης, απόλυτος κύριος, εξουσιάζω 2. επιβάλλομαι σε κάποια αδυναμία μου, ελέγχω κάποιο ελάττωμά μου νεοελλ. 1. είμαι ο σπουδαιότερος, ο σημαντικότερος («αυτό το θέμα δεσπόζει στις συνομιλίες») 2. (για τόπους) βρίσκομαι… …   Dictionary of Greek

  • δεσπόζω — δέσποσα 1. ασκώ εξουσία, επικρατώ: Η Οθωμανική αυτοκρατορία δέσποζε στην Ελλάδα για τετρακόσια χρόνια. 2. υπερέχω, βρίσκομαι ψηλότερα: Τα μεσαιωνικά κάστρα δεσπόζουν στο λόφο της πόλης …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • δεσπόζετε — δεσπόζω to be lord pres imperat act 2nd pl δεσπόζω to be lord pres ind act 2nd pl δεσπόζω to be lord imperf ind act 2nd pl (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δεσπόζῃ — δεσπόζω to be lord pres subj mp 2nd sg δεσπόζω to be lord pres ind mp 2nd sg δεσπόζω to be lord pres subj act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δεσπόσει — δεσπόζω to be lord aor subj act 3rd sg (epic) δεσπόζω to be lord fut ind mid 2nd sg δεσπόζω to be lord fut ind act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δεσπόσουσιν — δεσπόζω to be lord aor subj act 3rd pl (epic) δεσπόζω to be lord fut part act masc/neut dat pl (attic epic doric ionic) δεσπόζω to be lord fut ind act 3rd pl (attic epic doric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δεσπόσω — δεσπόζω to be lord aor subj act 1st sg δεσπόζω to be lord fut ind act 1st sg δεσπόζω to be lord aor ind mid 2nd sg (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δεσποζομένων — δεσπόζω to be lord pres part mp fem gen pl δεσπόζω to be lord pres part mp masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δεσποζόμεθα — δεσπόζω to be lord pres ind mp 1st pl δεσπόζω to be lord imperf ind mp 1st pl (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»