-
1 δεξιωμα
I- ατος τό [δεξιά] досл. обмен рукопожатиями, перен. единодушие, дружба(τὰ ξύμφωνα δεξιώματα Soph.)
II- ατος [δέχομαι] τό предмет радости, наслаждение(δ. κάλλιστον βροτοῖς Eur.)
См. также в других словарях:
δεξίωμα — ( ατος), το (Α) [δεξιούμαι] 1. αυτό που πρόθυμα γίνεται δεκτό, το ευπρόσδεκτο 2. το να απλώνεις το δεξί χέρι σε χαιρετισμό, η βεβαίωση ή ένδειξη φιλίας … Dictionary of Greek
δεξίωμα — acceptable thing neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δεξιωμάτων — δεξίωμα acceptable thing neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δεξιώμασι — δεξίωμα acceptable thing neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δεξιώματα — δεξίωμα acceptable thing neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δεξιώματι — δεξίωμα acceptable thing neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δεξιώματος — δεξίωμα acceptable thing neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
десница — ДЕСНИЦ|А (83), ·Ѣ ( А) с. 1. Правая рука: бл҃говѣрьномѹ михаилѹ не тъкмо ц(с)рьство ѹже ѿложивъшѹ. ˫ако да никого же видить кръвию своѥго пленьною десницею ѡсквьрн˫ающа. (τὴν δεξιάν) ЖФСт XII, 102 об.; да не вѣсть шюища ти. что творить десница ти … Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)