Перевод: с греческого на немецкий

с немецкого на греческий

δεξιότης

См. также в других словарях:

  • δεξιότης — dexterity fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δεξιότητα — δεξιότης dexterity fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δεξιότητι — δεξιότης dexterity fem dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δεξιότητος — δεξιότης dexterity fem gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δεξιότητα — η (AM δεξιότης) [δεξιός] η επιδεξιότητα, η ικανότητα σε κάτι αρχ. 1. η εξυπνάδα, η οξύνοια 2. η δεξίωση, η υποδοχή 3. η ευγένεια τών τρόπων 4. η ευτυχία, η ευδαιμονία …   Dictionary of Greek

  • προσκτώμαι — άομαι, ΝΑ [κτῶμαι] 1. αποκτώ κάτι επιπροσθέτως, αυξάνω αυτά που έχω («προσεκτήσατο μεγάλην περιουσίαν», Ηρόδ.) 2. μτφ. (σχετικά με πρόσωπα) κερδίζω την εύνοια, παίρνω με το μέρος μου, προσεταιρίζομαι («ἐφρόντιζε ἱστορέων τοὺς ἂν Ἑλλήνων… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»