-
1 δεξιότης
-
2 περι-δεξιότης
περι-δεξιότης, ἡ, große Geschicklichkeit, Sp., Lob. Phryn. 351.
-
3 ἐπι-δεξιότης
ἐπι-δεξιότης, ητος, ἡ, Gewandtheit, Artigkeit, ἡ ἐν τοῖς πότοις Aesch. 2, 47; Arist. eth. 4, 8; καὶ νουνέχεια Pol. 4, 82, 3; καὶ ἀγχίνοια 18, 11, 6; im plur., Plut. de virt. mor. 2 E.
-
4 ἀ-μαθία
-
5 ἐπιδεξιότης
ἐπι-δεξιότης, ητος, ἡ, Gewandtheit, Artigkeit -
6 περιδεξιότης
περι-δεξιότης, ἡ, große Geschicklichkeit
См. также в других словарях:
δεξιότης — dexterity fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δεξιότητα — δεξιότης dexterity fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δεξιότητι — δεξιότης dexterity fem dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δεξιότητος — δεξιότης dexterity fem gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δεξιότητα — η (AM δεξιότης) [δεξιός] η επιδεξιότητα, η ικανότητα σε κάτι αρχ. 1. η εξυπνάδα, η οξύνοια 2. η δεξίωση, η υποδοχή 3. η ευγένεια τών τρόπων 4. η ευτυχία, η ευδαιμονία … Dictionary of Greek
προσκτώμαι — άομαι, ΝΑ [κτῶμαι] 1. αποκτώ κάτι επιπροσθέτως, αυξάνω αυτά που έχω («προσεκτήσατο μεγάλην περιουσίαν», Ηρόδ.) 2. μτφ. (σχετικά με πρόσωπα) κερδίζω την εύνοια, παίρνω με το μέρος μου, προσεταιρίζομαι («ἐφρόντιζε ἱστορέων τοὺς ἂν Ἑλλήνων… … Dictionary of Greek