Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

δεξιολάβος

См. также в других словарях:

  • δεξιολάβος — δεξιολάβος, ο (AM) 1. λογχοφόρος 2. στον πληθ. δεξιολάβοι φρουροί, φύλακες. [ΕΤΥΜΟΛ. < δεξιός + λάβος < (θ.) λαβ (έλαβον) τού λαμβάνω (πρβλ. ακανθολάβος, αστρολάβος κ.ά.)] …   Dictionary of Greek

  • δεξιολάβος — spearman masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δεξιολάβοις — δεξιολάβος spearman masc dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δεξιολάβους — δεξιολάβος spearman masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δεξιός — ά, ό και δεξύς, ιά, ύ (ή δεξής, ιά, ί) και δεξός, ά, ό (AM δεξιός, ά, όν) Ι. 1. (για τα μέλη τού σώματος) αυτός που βρίσκεται στο μισό μέρος όπως χωρίζεται με μια νοητή κάθετη γραμμή από το αριστερό μέρος (στο οποίο ακούγονται οι παλμοί τής… …   Dictionary of Greek

  • ՏԻԳԱՒՈՐ — (ի, աց.) NBH 2 0873 Chronological Sequence: 6c, 8c, 10c ա. δορατοφόρος hastifer δεξιολάβος lancearius ζιβύνην κρατήσων zibinam tenens. Ունօղ՝ կրօղ զտէգ, որպէս եւ զսուին. ինզակաւոր. ... *Վահանաւորք եւ տիգաւորք: Ասպար ʼի ձեռին տիգաւոր հետեւակ:… …   հայերեն բառարան (Armenian dictionary)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»