-
1 δεξιολάβος
δεξιολάβος, ου, ὁ Ac 23:23 (ms. A has δεξιοβόλος), a word of uncertain mng., military t.t., acc. to Joannes Lydus (in Constantinus Porphyrog., De Themat. 1, 5) and Theophyl. Sim., Hist. 4, 1 a light-armed soldier, perh. bowman, slinger; acc. to a scholion in CMatthaei p. 342 body-guard. Acc. to EEgli, ZWT 17, 1884, 20ff δεξιόλαβος left-handed (?). Spearman Goodsp., NRSV; ‘security officer’, GKilpatrick, JTS 14, ’63, 393f. W-S. §6, 4; Mlt-H. 272f.—Bruce, Acts 470. M-M. -
2 δεξιολαβος
-
3 δεξιολάβος
δεξιολάβοςspearman: masc nom sg -
4 δεξιολάβος
Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией > δεξιολάβος
-
5 δεξιολάβος
Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией > δεξιολάβος
-
6 δεξιολάβος
стрелок-телохранитель.Ελληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета) > δεξιολάβος
-
7 δεξιολάβος
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > δεξιολάβος
-
8 δεξιολάβοις
δεξιολάβοςspearman: masc dat pl -
9 δεξιολάβους
δεξιολάβοςspearman: masc acc pl -
10 δεξιοβολος
-
11 δεξιο-βόλος
δεξιο-βόλος, mit der Rechten werfend, N. T., v. l. für δεξιολάβος.
-
12 1187
Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией > 1187
-
13 δεξιοβόλος
A v. δεξιολάβος.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > δεξιοβόλος
-
14 παραφύλαξ
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > παραφύλαξ
-
15 δεξιοβόλος
δεξιοβόλος (not found elsewh.; but ἀδεξιοβόλος is found in Ps.-Callisth. 1, 24, 10 in ms. A) Ac 23:23 v.l. (s. δεξιολάβος).
См. также в других словарях:
δεξιολάβος — δεξιολάβος, ο (AM) 1. λογχοφόρος 2. στον πληθ. δεξιολάβοι φρουροί, φύλακες. [ΕΤΥΜΟΛ. < δεξιός + λάβος < (θ.) λαβ (έλαβον) τού λαμβάνω (πρβλ. ακανθολάβος, αστρολάβος κ.ά.)] … Dictionary of Greek
δεξιολάβος — spearman masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δεξιολάβοις — δεξιολάβος spearman masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δεξιολάβους — δεξιολάβος spearman masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δεξιός — ά, ό και δεξύς, ιά, ύ (ή δεξής, ιά, ί) και δεξός, ά, ό (AM δεξιός, ά, όν) Ι. 1. (για τα μέλη τού σώματος) αυτός που βρίσκεται στο μισό μέρος όπως χωρίζεται με μια νοητή κάθετη γραμμή από το αριστερό μέρος (στο οποίο ακούγονται οι παλμοί τής… … Dictionary of Greek
ՏԻԳԱՒՈՐ — (ի, աց.) NBH 2 0873 Chronological Sequence: 6c, 8c, 10c ա. δορατοφόρος hastifer δεξιολάβος lancearius ζιβύνην κρατήσων zibinam tenens. Ունօղ՝ կրօղ զտէգ, որպէս եւ զսուին. ինզակաւոր. ... *Վահանաւորք եւ տիգաւորք: Ասպար ʼի ձեռին տիգաւոր հետեւակ:… … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)