-
1 δεξιολαβος
-
2 δεξιολάβος
Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией > δεξιολάβος
-
3 δεξιολάβος
Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией > δεξιολάβος
-
4 δεξιολάβος
стрелок-телохранитель.Ελληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета) > δεξιολάβος
-
5 δεξιοβολος
-
6 1187
Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией > 1187
См. также в других словарях:
δεξιολάβος — δεξιολάβος, ο (AM) 1. λογχοφόρος 2. στον πληθ. δεξιολάβοι φρουροί, φύλακες. [ΕΤΥΜΟΛ. < δεξιός + λάβος < (θ.) λαβ (έλαβον) τού λαμβάνω (πρβλ. ακανθολάβος, αστρολάβος κ.ά.)] … Dictionary of Greek
δεξιολάβος — spearman masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δεξιολάβοις — δεξιολάβος spearman masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δεξιολάβους — δεξιολάβος spearman masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δεξιός — ά, ό και δεξύς, ιά, ύ (ή δεξής, ιά, ί) και δεξός, ά, ό (AM δεξιός, ά, όν) Ι. 1. (για τα μέλη τού σώματος) αυτός που βρίσκεται στο μισό μέρος όπως χωρίζεται με μια νοητή κάθετη γραμμή από το αριστερό μέρος (στο οποίο ακούγονται οι παλμοί τής… … Dictionary of Greek
ՏԻԳԱՒՈՐ — (ի, աց.) NBH 2 0873 Chronological Sequence: 6c, 8c, 10c ա. δορατοφόρος hastifer δεξιολάβος lancearius ζιβύνην κρατήσων zibinam tenens. Ունօղ՝ կրօղ զտէգ, որպէս եւ զսուին. ինզակաւոր. ... *Վահանաւորք եւ տիգաւորք: Ասպար ʼի ձեռին տիգաւոր հետեւակ:… … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)