-
1 δεξίστρατος
δεξίστρᾰτος, ον,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > δεξίστρατος
-
2 δεξίστρατον
δεξίστρατοςreceiving the host: masc /fem acc sgδεξίστρατοςreceiving the host: neut nom /voc /acc sg
См. также в других словарях:
δεξίστρατος — δεξίστρατος, ον (Α) αυτός που δέχεται, που μπορεί να δεχθεί μεγάλα πλήθη («δεξίστρατον ἀγοράν»). [ΕΤΥΜΟΛ. < δεξί < (θ. αορ.) εδεξάμην τού ρ. δέχομαι* + στρατός «πλήθος». (Για τον μορφολογικό σχηματισμό πρβλ. αλεξίκακος, βροντησικέραυνος,… … Dictionary of Greek
δεξίστρατον — δεξίστρατος receiving the host masc/fem acc sg δεξίστρατος receiving the host neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
στρατός — Σύνολο στρατιωτικών δυνάμεων, οργανωμένο και διατηρούμενο από ένα κράτος για τη διεξαγωγή του χερσαίου πόλεμου. Στο μακρινό παρελθόν οι σ. ήταν συχνά προσωρινοί και διαλύονταν όταν τελείωνε ο πόλεμος, ενώ σήμερα είναι μόνιμοι, υπάρχουν δηλαδή και … Dictionary of Greek