Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

δεν+κάνει+(να)

  • 21 никуда

    никуда
    нареч
    1. (ни в какое место) πουθενά:
    она \никуда не пойдет δέν θά πάει πουθενά·
    2. (ни на что, совсем) γιά τίποτε, σέ τίποτε:
    \никуда не годный μή ίκανός γιά τίποτε· \никуда не годный челοвέκ τιπο-τένιος ἀνθρωπος· это \никуда не годится а) αὐτό δέν κάνει γιά τίποτε (о вещи), б) δέν εἶναι καθόλου σωστό (о поступке).

    Русско-новогреческий словарь > никуда

  • 22 шаг

    шаг
    м в разн. знач. τό βήμα, τό βάδισμα:
    дипломатический \шаг τό διπλωματικό διάβημα· ложный \шаг τό στραβοπάτημα· первые \шагй τά πρώτα βήματα· тихим \шагом μέ σιγανό βήμα· прибавить \шагу, ускорить \шаг ἐπιταχύνω τό βήμα· замедлить \шаг ἐπιβραδύνω τό βήμα· направить свой \шагй κατευθύνομαι· предпринимать \шагй ἐπιχειρώ διαβήματα· сделать первый (решительный) \шаг κάνω τό πρώτο (τό ἀποφασιστικό) βήμα· измерять \шагами μετρώ πόσα βήματα εἶναι· гигантскими \шага́ми μέ γιγαντιαία βήματα· черепашьим \шаго́м μέ ρυθμούς χελώνας· в нескольких \шага́х μερικά βήματα πιό πέρα· в двух \шага́х δυό βήματα παρακάτω· на каждом \шагу σέ κάθε βήμα· что ни \шаг σέ, κάθε βήμα του· \шаг за \шагом а) βήμα-βήμα (медленно)· б) βήμα προς βήμα (постепенно)· ни на \шаг, ни \шагу ὁὔτε βήμα· он из дома ни на \шаг (ни \шагу) δέν κάνει οὔτε βήμα ἀπ' τό σπίτι· нн на \шаг не отступать (не отходить) от кого́-чего́-л. δέν ἀπομακρύνομαι (или φεύγω) ὁὔτε βήμα ἀπό κάποιον ἀπό κάτι· ни -у назад! ὁὔτε βήμα πίσω!· \шагу ступить нельзя без того, чтобы... δέν μπορείς νά κάνεις βήμα χωρίς νά...· \шаг винта тех. ἡ βόλτα τής βίδας· гигантские \шагй спорт. ὁ ἀέροπεταστής.

    Русско-новогреческий словарь > шаг

  • 23 βήματα

    είναι измерять шагами;
    δυό (μερικά) βήματα παρακάτω (или παραπέρα, πιο πέρα) в двух (в нескольких) шагах, несколько дальше;

    βήματα προς βήματα — а) шаг за шагом, постепенно; — б ) га каждым шагом; — в) слепо;

    τον παρακολουθώ βήματα προς βήματα — следить за каждым шагом кого-л.;

    ούτε βήματα — ни на шаг, ни шагу;

    δεν κάνει ούτε βήματα απ' το σπίτι — он из дома ни на шаг, ни шагу;

    δεν φεύγω (απομακρύνομαι) ούτε βήματα από κάποιον, από κάτι — ни на шаг не отступать (не отходить) от кого-л, чего-л.;

    δεν μπορείς να κάνεις ούτε βήματα χωρίς να... — шагу ступить нельзя без того, чтобы..;

    μην κάνεις βήματα — стой на месте;

    πάρε βήματα — шагай в ногу;

    άλλαξε το βήματα σου — меняй ногу;

    ούτε βήματα πίσω! — ни шагу назад!;

    2) шаг, поступь; походка;

    σταθερό βήματα — твёрдая поступь;

    τό βήματα της χήνας — гусиный шаг;

    τό βήματα παρελάσεως — церемониальный марш;

    από μακρυά σε γνώρισα απ' το βήματα σου — я узнал тебя издалека по походке;

    3) па (в танце);
    4) трибуна, кафедра; 5) церк.:

    (αγιον) βήματα — алтарь;

    6) тех шаг (резьбы);
    ход (винта);

    § πάω βήματα - βήματα — идти не спеша, очень медленно, тихо;

    τον ακολουθώ κατά βήματα — а) слепо подражать (кому-л.);

    б) следить за каждым шагом, движением (кого-л.)

    Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό > βήματα

  • 24 годный

    годн||ый
    прил καλός, κατάλληλος (πρός, διά)/ Ικανός (способный)/ ἔγκυρος, ἰσχύων (о билете и т. п.):
    \годныйый к военной слу́жбе Ικανός γιά τό στρατό, στρατεύσιμος· \годныйый Для питья πόσιμος· ни на что не \годныйый δέν εἶναι ἀξιος γιά τίποτε, δέν κάνει γιά τίποτε.

    Русско-новогреческий словарь > годный

  • 25 ειμή

    επίρρ. кроме, за исключением;

    δεν παρευρέθησαν, ειμή μόνον οι στενοί συγγενείς — никого не было, кроме самых близких родственников;

    δεν κάνει άλλο ειμή να... — он только и делает что...

    Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό > ειμή

  • 26 компания

    θ.
    1. παρέα, κομπανία.
    2. εταιρεία (εμπορική, βιομηχανική).
    εκφρ.
    не компания кто кому – δεν κάνει για παρέα• δεν είναι της παρέας•
    за -ю ή для -и – για την παρέα ή χάρη της παρέας•
    водить -ю с кем – κάνω παρέα με κάποιον•
    поддержать -ю – είμαι υπέρ της παρέας• δε χαλώ την παρέα.

    Большой русско-греческий словарь > компания

  • 27 негоже

    (παλ. κ. απλ.)
    1. επίρ. άχρηστα.
    2. απρόσ. ως κατηγ. είναι άχρηστο.
    3. δεν πρέπει, δεν κάνει.

    Большой русско-греческий словарь > негоже

  • 28 чёрт

    -а, πλθ. черти
    -ей α.
    1. διάβολος• το ίδιο και σαν βρισιά.
    2. επίρ. -ом (απλ.) λεβέντικα.
    εκφρ.
    α) πάρα πολύ, υπερβολικά• устал до -а – παρακουράστηκα.
    β) (απλ.) συντριπτικά•
    стёкла разлетелись к -у – τα τζάμια έγιναν συντρίμμια, πάνε στο διάβολο, γ) τι στο διάβολο•
    ни -а – (απλ.) ούτε διάβολος (τίποτε απολύτως)•
    ни к -у не годится – ούτε για το διάβολο δεν κάνει (τελείως άχρηστος• (для) какого -а; за каким (коим) -ом; на какой -; на -а (απλ.) τι (στο) διάβολο, γιατί•
    чёрт тебя (его, ихκλπ.) возьми να σε πάρει ο διάβολος•
    чёрт знает кто (что) – ποιος Εέρει, ο διάβολος ξέρει, άγνωστο• (куда, откуда) чёрт принс (που, από που) ο διάβολος (τον) έφερε (για άκαιρη άφιξη κάποιου)•
    чёрт с ним (тобой, нимиκλπ.) ας πάει (πας, πάνε) στο διάβολο, ας είναι (γίνει) έτσι• чёрт-те что (где) ο διάβολος ξέρει τι (που), άγνωστο•
    - ям (чёрту) тошно – (απλ.) ούτε ο διάβολος δεν το τρώει (ξεπερνά τα όρια)•
    к -у (-ям) на рога (кулички) ή у -а на рогах (куличках)απλ. στου διαβόλου την άκρη ή τη μάνα ή την ουρά (κατάμακρα)•
    ни один чёрт ή сам чёрт – ούτε ο ίδιος ο διάβολος (κανένας)•
    одному -у известно – μόνο ένας διάβολος ξέρει δηλ. κανένας•
    что за -! – τι διάβολο!

    Большой русско-греческий словарь > чёрт

  • 29 решительно

    реши́тельн||о
    нареч
    1. (смело, твердо)
    2. ἀποφασιστικά [-ῶς] / κατηγορηματικά (категорически):
    он \решительно против этого (αυτός) ἀντιτίθεται (или ἐναντιώνεται) κατηγορηματικά· \решительно отказать ἀρνούμαι κατηγορηματικά·
    2. (абсолютно) ἀπολύτως, ἐντελώς:
    он \решительно ничего не делает δέν κάνει ἀπολύτως τίποτε· мне \решительно все равно μοδ εἶναι ἐντελώς ἀδιάφορο.

    Русско-новогреческий словарь > решительно

  • 30 тыкаться

    тыкаться
    несов
    1. разг σφηνώνομαι, προσκρούω·
    2. (лезть, соваться) разг χώνομαι:
    всюду тычется, а дела не делает χώνεται παντού καί δουλειά δέν κάνει.

    Русско-новогреческий словарь > тыкаться

  • 31 худо

    ху́д||о I
    с τό κακό[ν]:
    он никому не делает \худоа δέν κάνει σέ κανέναν κακό· ◊ нет \худоа без добра погов. οὐδέν κακόν ἀμιγές καλοῦ, κάθε ἐμπόδιο σέ καλό.
    худо II
    1. нареч κακά, ἄσχημα:
    \худо отзываться ὁ ком-л. ἐκφράζω ἄσχημη γνώμη γιά κάποιον
    2. безл:
    ему́ \худо τήν ἔχει ἄσχημα· ему́ \худо пришлось в жизни τά βρήκε ζόρικα στή ζωή του.

    Русско-новогреческий словарь > худо

  • 32 αδιαφόρετα

    επίρρ. без выгоды; бескорыстно;

    τίποτε δεν κάνει αδιαφόρετα — он ничего не делает бескорыстно;

    Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό > αδιαφόρετα

  • 33 ζήτω

    1. επιφ.
    1) да здравствует!, ура!; 2) браво!, отлично!;

    § ούτε γιά ζήτω δεν κάνει — он не стоит доброго слова;

    2. (τό) одобрительное восклицание, возглас «ура»

    Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό > ζήτω

  • 34 κακό

    [ν] τό
    1) зло;

    θέλω το κακόжелать зла (кому-л.);

    κάνω κακό — причинять зло;

    χρησιμοποιώ γιά το κακό — употреблять во зло;

    2) убыток, ущерб, вред;

    κακό δεν κάνει — вреда не будет;

    3) беда, несчастье;

    μας βρήκε μεγάλο κακό — нас постигла большая беда;

    έγινε μεγάλο κακ — приключилась большая беда, случилось большое несчастье;

    4) злоба, злость; досада;

    σκάζω από το κακό μου — лопаться от злости;

    απ' το κακό μου — с досады;

    με το κακό — со злостью, враждебно; — строго; — грубо;

    του μίλησα με το κακό — я строго с ним поговорил;

    όχι με το κακ, αλλά με το καλό — по-хорошему, добром, а не враждебно (поговорить, обойтись);

    5):

    καί κακό — очень много;

    κόσμος και κακό — очень много народу;

    σταφύλια και κακό — очень много винограда;

    § η ρίζα τού κακού — корень зла;

    βάζω κακό στο ( — или με τό) νού μου — подозревать недоброе, иметь плохое предчувствие;

    τόχω ( — или τώχω) σε κακό — это не к добру;

    του κάκου — или του κακού — напрасно, тщетно;

    σε βρήκε ( — или σοΰρθε) ένα κακό περίμενε κι' άλλο — погов, пришла беда — отворяй ворота

    Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό > κακό

  • 35 νοικοκυριό

    το хозяйство; домашнее хозяйство;

    αγροτικό νοικοκυριό — крестьянское хозяйство;

    αποχτάω ( — или κάνω) νοικοκυριό — обзаводиться хозяйством;

    ασχολούμαι με το νοικοκυριό — заниматься хозяйством, хозяйничать, хлопотать по дому;

    Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό > νοικοκυριό

  • 36 ράσο(ν)

    τό
    1) ряса (чёрная); 2) духовенство;

    § τό ράσο(ν) δεν κάνει τον παππά — посл, ряса не делает монаха, не всякий, кто в сутане — монах

    Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό > ράσο(ν)

  • 37 ράσο(ν)

    τό
    1) ряса (чёрная); 2) духовенство;

    § τό ράσο(ν) δεν κάνει τον παππά — посл, ряса не делает монаха, не всякий, кто в сутане — монах

    Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό > ράσο(ν)

  • 38 σαπουνάδα

    η
    1) мыльная пена;

    αυτό τό σαπούνι δεν κάνει σαπουνάδα — это мыло плохо мылится;

    2) мыльная вода

    Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό > σαπουνάδα

  • 39 нельзя

    [νιλ'ζγιά] ρ. αχρόσ. δε γίνεται, δεν κάνει, απαγορεύεται

    Русско-греческий новый словарь > нельзя

  • 40 нельзя

    [νιλ'ζγιά] ρ αχρόσ. δε γίνεται, δεν κάνει, απαγορεύεται

    Русско-эллинский словарь > нельзя

См. также в других словарях:

  • κάνω — και κάμνω (AM κάμνω, Μ και κάνω) κατασκευάζω, δημιουργώ, φτειάχνω (α. «δεν τήν έκανες καλά τη βιβλιοθήκη» β. «οὐδ ἄνδρες νηῶν ἔνι τέκτονες, οἵ κε κάμοιεν νῆας ἐϋσσέλμους», Ομ. Οδ.) νεοελλ. 1. επιχειρώ κάτι, προσπαθώ ή αρχίζω μια ενέργεια (α.… …   Dictionary of Greek

  • Σωκράτης — I Ένας από τους μεγαλύτερους φιλόσοφους της αρχαίας Ελλάδας (Αθήνα 470 ή 469 399 π.Χ.). Γιος ενός γλύπτη και μιας μαίας, ο Σ. πρέπει να είχε κάποια οικονομική άνεση, όπως αποδείχνει το γεγονός ότι πέρασε όλη του τη ζωή αδιαφορώντας για τα… …   Dictionary of Greek

  • εργασία — Με τον όρο ε. εννοούμε κάθε ανθρώπινη ενέργεια που έχει σκοπό την παραγωγή αγαθών, υπηρεσιών ή πληροφοριών που χρειάζονται στους ίδιους τους ανθρώπους. Στην ιστορία του ανθρώπου η ε. εμφανίζεται ως κοινωνική ενέργεια, που προσφέρεται δηλαδή από… …   Dictionary of Greek

  • κάνω — και κάμνω έκανα και έκαμα, καμώθηκα, καμωμένος και κανωμένος, η, ο,1. εκτελώ, φτιάνω, κατασκευάζω: Έκανε καλό σπίτι. 2. προβαίνω σε κάτι, διαπράττω: Να κάνεις το καθήκον σου. 3. προσποιούμαι: Μη μας κάνεις τον ανήξερο. 4. αξίζω, κοστίζω: Πόσο… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ακαλοσύνευτος — η, ο [καλοσυνεύω] 1. ο χωρίς καλοσύνη, χωρίς αγαθότητα 2. αυτός που δεν κάνει καλοσύνες, δεν κάνει το καλό 3. που δεν φέρνει ευχαρίστηση «θάρθει και μέρα ακαλοσύνευτη» 4. (καιρός) που δεν βελτιώνεται, δεν γαληνεύει …   Dictionary of Greek

  • αναμάρτητος — η, ο (Α ἀναμάρτητος, ον) [ἁμαρτάνω] 1. αυτός που δεν έχει αμαρτήσει, άμεμπτος, ανεπίληπτος, αγνός 2. αυτός που δεν κάνει ποτέ λάθη, αλάθητος, αλάνθαστος 3. το ουδ. ως ουσ. το αναμάρτητο(ν) η αναμαρτησία* μσν. αυτός που έχει λυτρωθεί από την… …   Dictionary of Greek

  • αλάθευτος — αλάθευτος, η, ο και αλάθητος, η, ο 1. αυτός που δεν κάνει λάθη: Καυχιόταν πως ήταν κυνηγός αλάθευτος. 2. αυτός που δεν πέφτει σε αμαρτίες: Παραδεχόταν πως ως άνθρωπος δεν ήταν αλάθητος. 3. το ουδ. ως ουσ., το αλάθητο η ιδιότητα να μην κάνει… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • άκριτος — (I) η, ο (Α ἄκριτος, ον) 1. αυτός που δεν έχει κρίση, δεν κρίνει ή δεν μπορεί να κρίνει κάτι 2. (για λόγους ή πράξεις) αλόγιστος, απερίσκεπτος, επιπόλαιος 3. (για πρόσωπα και υποθέσεις) αυτός που δεν πέρασε από δίκη, δεν κρίθηκε, αδίκαστος,… …   Dictionary of Greek

  • πάτρα — Πόλη της Πελοποννήσου, πρωτεύουσα του νομού Αχαΐας της περιφέρειας Δυτικής Ελλάδας. Ο δήμος Πατρέων περιλαμβάνει, εκτός από τον ομώνυμο δήμο, και τις κοινότητες Ελικίστρας, Μοίρας και Σουλίου. Τρίτη πόλη της Ελλάδας από άποψη πληθυσμού, μετά την… …   Dictionary of Greek

  • άπραχτος — κ. κτος, η, ο (AM ἄπρακτος, ον) [πράττω] 1. αυτός που δεν φέρνει αποτέλεσμα, ανώφελος, άχρηστος 2. εκείνος που δεν έχει γίνει, ο ανεκτέλεστος 3. (για πρόσωπα) ανεπιτυχής νεοελλ. 1. αδρανής 2. ανίδεος, άπειρος 3. ασύνετος, ασυλλόγιστος αρχ. 1.… …   Dictionary of Greek

  • αεργός — Αυτός που δεν εργάζεται, συνήθως από τεμπελιά, o οκνηρός. Αυτός που δεν μπορεί να παράγει έργο. ά. ή αβατικό ρεύμα.Εναλλασσόμενο ηλεκτρικό ρεύμα που δεν μπορεί να παράγει έργο. Το ά. ρεύμα είναι η μία από τις δύο κάθετες συνιστώσες στις οποίες… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»