Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

δεν+είναι+στα

  • 21 ζωή

    η в разн. знач жизнь;

    η επαναφορά στη ζωή — возвращение к жизни;

    βρίσκομαι εν τη ζωή — быть в живых, жить;

    είμαι όλο ζωή — или έχω πολλή ζωή μέσα μου — быть полным жизни, быть жизнерадостным;

    δίνω ζωή — оживлять, вносить оживление;

    ξέρω τη ζωή — знать жизнь;

    κερδίζω τη ζωή μου — зарабатывать на жизнь;

    αλλάζω τη ζωή μου — менять образ жизни;

    η ζωή στην 'Αθήνα είναι ακριβή — стоимость жизни в Афинах очень высока;

    πολύ ακρίβηνε η ζωή — жизнь очень вздорожала;

    § σκυλίστα ζωή — собачья жизнь;

    ζωή στα μουλάρια ( — или κατσικομούλαρά) σου — полный провал, дело провалилось;

    η ζωή αυτής της κυβερνήσεως θα είναι σύντομη — дни этого правительства сочтены;

    περνώ ζωή και κόττα — или περνώ ζωή χαρισάμενη — жить в своё удовольствие, жить припеваючи;

    (βρίσκομαι) μεταξύ ζωής και θανάτου (находиться) между жизнью и смертью;

    η ζωή κρέμεται από μιά τρίχα — быть на волосок от смерти;

    δεν έχει ζωήили δεν είναι γιά ζωή — он не жилец на этом свете;

    εφ' όρου ζωής всю жизнь, до сомой смерти;

    ουδέποτε στη ζωή μου! — никогда в жизни!;

    στη ζωή μου! — клянусь жизнью!;

    στη ζωή σου; — в самом деле?; — это возможно?;

    ζωή σε λόγου σας — вам нужно жить, теперь уж берегите себя (выражение соболезнования семье покойного);

    ζω να χετε — и вам долгих лет жизни! (ответ на соболезнование)

    Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό > ζωή

  • 22 свой

    своего α., своя, своей θ., своё, своего ουδ., πλθ. свои, своих.
    1. κτητική αντωνυμία• δικός μου, δική μου, δικό μου•

    свой надеть свое пальто ντύνω το πανωφόρι μου•

    любить свою родину αγαπώ την πατρίδα μου•

    он продал свою лошадь αυτός πούλησε το άλογο του•

    встать со своего места σηκώνομαι από τη θέση μου•

    сделать своими руками φτιάχνω με τα χέρια μου•

    я не живу в своём доме δε ζω στο σπίτι μου•

    я не говорю о вашем, а о своём деле δε μιλώ για τη δική σας υπόθεση, αλλά για τη δική μου•

    делайте своё дело κάντε τη δουλειά σας•

    это моя шляпа, поищи свою αυτή είναι η δική μου ρεπούμπλικα, ψάξε τη δική σου..

    2. συγγενής, οικείος•

    приехали свой из села ήρθαν οι δικοί μας από το χωριό•

    он свой человек в этом доме αυτός είναι από τους οικείους•

    я был у своих ήμουν στους δικούς•

    здесь все свой όλοι εδώ είμαστε δικοί (όχι ξένοι).

    || έμπιστος•

    свой человек δικός μας άνθρωπος (μίλα ελεύθερα).

    εκφρ.
    по-своему – α) όπως θέλω, -εις κ.τ.τ. β) κατά το δικό μου (σου, του κ.τ.τ.), γ) στη (μητρική) γλώσσα μου (σου, του κ.τ.τ,)• сам не свой; сама не своя δεν είμαι στα καλά μου•
    брать (взять) свое – πετυχαίνω εκείνο που θέλω (επιδιώκω)•
    сказать своё слово – μου περνάει ο λόγος μου•
    идти своей дорогой ή своим путм – πηγαίνω το δρόμο μου (πράττω, ενεργώ όπως εγώ θέλω)•
    рассказать своими словами – διηγούμαι με δικά μου λόγια•
    умереть своей смертью – πεθαίνω φυσιολογικά•
    остаться в своих – είμαι στα λεφτά μου (ούτε έχασα, ούτε κέρδισα αχσ. τυχερά παιγνίδια)•
    своих не узнаешь – (ως απειλή) δε θα δεις την πόρτα να φύγεις (θα τις μάσεις στα γερά).

    Большой русско-греческий словарь > свой

  • 23 δόντι

    τό
    1) зуб;

    πρώτα δόντια — молочные зубы;

    υστερινά δόντια — зубы мудрости;

    εμπροσθινά (πίσω) δόντια — передние (коренные) зубы;

    ψεύτικα δόντια — вставные зубы;

    τό τρίξιμο των δόντιών — скрежет зубов;

    βγάζει (αλλάζει) δόντια το παιδί — у ребёнка прорезаются (меняются) зубы;

    βγάζω δόντι — вырывать зуб;

    2) тех зуб, зубец;
    3) зазубрина;

    § μιλώ όξω από τα δόντια — высказывать всё напрямик;

    σκάζουν τα δόντια του — зубы чешутся;

    μέσα απ' τα δόντια — сквозь зубы;

    δεν είναι γιά τα δόντια μου (σου κ,λ.π.) — это мне (тебе и т. д.) не по зубам;

    τρίζω τα δόντια μου — а) скрежетать зубами; — б) оскаливаться;

    τρίζω ( — или δείχνω) τα δόντια — показывать зубы, огрызаться;

    έχω γερά δόντια — или κόβει το δόντι μου — иметь крепкие зубы; — уметь за себя постоять;

    κρατώ κάποιον με τα δόντια — держаться (зубами) за кого-л.;

    η ψυχή μου πηγε στα δόντια μου — душа в пятки ушла;

    με την ψυχή στα δόντια — еле жив;

    μοβ πονεί το δόντι γι' αυτή — я неравнодушен к ней; — я влюблён в неё;

    οπλισμένος ως τα δόντια ( — или μέχρι οδόντων) — вооружённый до зубов;

    δεν έχει να ξύσει το δόντι του — у него ветер свистит в карманах

    Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό > δόντι

  • 24 χαρτί

    τό
    1) бумага;

    χαρτί επιστολογραφίας — почтовая бумега;

    μιά κόλλα χαρτί — лист(ок) бумаги;

    2) документ, бумага; свидетельство, удостоверение;

    δεν είναι εν τάξει τα χαρτία μου — мой бумаги не в порядке;

    δεν πήρα ακόμα το χαρτί — свидетельство я ещё не получил;

    3) (чаще πλ.) игральные карты;

    μιά τράπουλα χαρτίά — колода карт;

    ανακατεύω τα χαρτίά — тасовать карты;

    κόβω τα χαρτίά — снимать карты;

    κάνω ( — или μοιράζω) τα χαρτίά — сдавать карты;

    κάνω ταχυδακτυλουργίες με τα χαρτίά — показывать фокусы на картах;

    ρίχνω τα χαρτίά — гадать на картах;

    4) πλ. карточная игра;

    παίζω χαρτίά — играть в карты;

    έφαγε την περιουσία του στα χαρτίά — он проиграл своё состояние в карты;

    § ста χαρτίά — на бумаге, формально;

    τα λέγω χαρτί και καλαμάρι — передавать что-л, слово в слово;

    όποιος χάνει στα χαρτίά κερδίζει στην αγάπη — кому не везёт в карты — везёт в любви

    Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό > χαρτί

  • 25 легко

    1. επίρ. ελαφρά, εύκολα κλπ. επ.
    2. ως κατηγ. είναι ελαφρό, εύκολο• ξαλαφρώνω•

    это не так легко αυτό δεν είναι και τόσο εύκολο•

    мне стало так легко ξαλάφρωσα πολύ, ησύχασα.

    || εύθυμα, χαρούμενα, καλά.
    εκφρ.
    сказать – με τα λόγια είναι εύκολο (εννοείται ότι στην πράξη είναι δύσκολο)•
    легче на поворотах! – (απλ.) πρόσεχε καλά στα λόγια σου ή τα έργα σου!•
    час от часу не легче – όλο και χειρότερα ή πιο δύσκολα.

    Большой русско-греческий словарь > легко

  • 26 зуб

    зуб
    м τό δόντι, ὁ ὀδούς:
    молочный \зуб ὁ γαλαξίας, ὁ γαλακτίας· коренной \зуб ὁ τραπεζίτης, ὁ γομφίος, ὁ κυνόδους, τό σκυλόδοντο· \зуб мудрости ὁ φρονιμίτης· вырывать \зуб βγάζω (ένα) δόντι· скрежетать \зубами τρίζω τά δόντια μου· ◊ сквозь \зубы μασώντας τά λόγια· скалить \зубы γελώ ἀνόητα, χαζογελώ· вооруженный до \зубо́в ὁπλισμένος ὡς τά δόντια, ὁπλισμένος μέχρις ὁδόντων держать язык за \зубами ράβω τό στόμα μου· в \зубах навязло μοῦ ἔγινε φοβερά ἐνοχλητικό· иметь \зуб против кого́-л. δέν χωνεύω κάποιον, τρέφω μίσος ἐνάντια σέ κάποιον не по \зубам δέν εἶναι γιά τά κότσια (του)· ни в \зуб (толкнуть) δέν ξέρω οὔτε γρί· попасть кому́-л. на \зуб πέφτω στά χέρια κάποιου· \зуб и а \зуб не попадает τρέμω.

    Русско-новогреческий словарь > зуб

  • 27 у

    у
    предлог с род. п. I. (около) σέ, είς, κοντά σέ, παρά, πλησίον, δίπλα σέ:
    у берега στήν ἀκρογιαλιά· стоять у моста στέκομαι κοντά στή γέφυρα· жить у моря κατοικώ κοντά στή θάλασσα· сидеть у руля κάθομαι στό τιμόνι· работать у станка δουλεύω στή μηχανή· 2.:
    у меня (у тебя и т. д.) есть ἔχω (ἔχεις, ἔχει)· у меня (у тебя и т. д.) нет δέν ἔχω (ἔχεις κ.λ.π.)· у него́ нет свободного времени δέν τοῦ μένει καιρός· у меня боли́т голова ἔχω πονοκέφαλο· у меня шум в ушах βουίζουν τ' αὐτιά μου· у нее красивая шляпа αὐτή ἔχει ὠραίο καπέλλο· у всякого свой вкус ὁ καθένας ἔχει τα γοῦστα του·
    3. (при обозначении принадлежности переводится род. п.) τοῦ, τής:
    но́жки у стола τά πόδια τοῦ τραπεζιοῦ· решетка у сада τά κάγκελα τοῦ κήπου·
    4. (в чьем-л. доме и т. п.) σέ:
    он остался у нас ἐμεινε σ' ἐμᾶς· жить у родителей ζῶ μέ τους γονείς μου·
    5. (при указании на источник) σέ, είς, ἀπό:
    шить у портного ράβω στον ράφτη· у кого́ мо́жио узнать? ἀπό ποιόν μπορώ νά μάθω;· ◊ он не у дел разг δέν εἶναι πιά στά πράματα, ἔχασε τή θέση του· стоять у власти βρίσκομαι στήν ἐξουσία.

    Русско-новогреческий словарь > у

  • 28 неразборчивый

    επ., βρ: -чив, -а, -о.
    1. δυσανάγνωστος, δυσκολοδιάβαστος•

    неразборчивый почерк δυσανάγνωστος γραφικός χαρακτήρας.

    || ακατάληπτος, δυσκολονόητος, ακατανόητος•

    -ая речь δυσκολονόητη ομιλία.

    2. μη εκλεκτικός, μη απαιτητικός, που δε διαλέγει•

    он неразборчивый в ед αυτός δε διαλέγει φαγητά (δεν είναι ψιλοστό-μαχος).

    || που δεν κάνει διάκριση•

    он -чив в средствах αυτός δεν κάνει διάκριση στα μέσα ή αυτός χρησιμοποιεί όλα τα μέσα.

    Большой русско-греческий словарь > неразборчивый

  • 29 чудо

    -а, πλθ. чудеса, чудес
    -ами κ. чуда, чуд ουδ.
    1. (πλθ. чудеса) τα θαύματα•

    он верит в -са αυτός πιστεύει στα θαύματα-чудоса совершнные спасителем τα θαύματα που έκανε ο Χριστός (Σωτήρας).

    2. έργο υπέροχο•

    чудо ис-куства θαύμα Τέχνης•

    семь чудес света τα εφτά θαύματα (Τέχνης) του κόσμου.

    || κάθε υπέροχο, θαυμάσιο, εξαίσιο•

    чудо красоты θσ.ϋιχα ομορφιάς•

    -са героизма θαύματα ηρωισμού.

    3. επίρ. -ом α) με θαυμασμό, β) ως εκ θαύματος•

    он уцелел только -ом αυτός έμεινε σώος ως εκ θαύματος•

    -ом они спасены ως εκ θαύματος αυτοί σώθηκαν.

    εκφρ.
    чудо как... – θαύμα, θαυμάσια• στον υπέρτατο βαθμό, ώσπου δεν παίρνει άλλο•
    чудо как он хорош – καλός ώσπου δεν παίρνει, άλλο (θαύμα)•
    не чудо – δεν είναι Βσ.ύ\ία (παράξενο)• —годо (λκ. ποίηση) παρα-μυθέν ιο τέρας.

    Большой русско-греческий словарь > чудо

  • 30 разница

    разниц||а
    ж ἡ διαφορά:
    существенная \разница οὐσιαστική διαφορἄ \разница в годах διαφορά στήν ἡλικία, διαφορά στά χρόνια· \разница в цене ἡ διαφορά στήν τιμή· с той \разницаей что... μέ τή διαφορά ὅτι...· \разница в том что... ἡ διαφορά εἶναι στό ὅτι...· ◊ какая \разница ? δέν εἶναι τό ἰδιο;· большая \разница ἡ διαφορά εἶναι μεγάλη.

    Русско-новогреческий словарь > разница

  • 31 έργο(ν)

    τό
    1) работа, занятие, дело;

    τί έργο(ν) κάνεις; — чем ты занимаешься?;

    2) творение, произведение, сочинение;

    ποιητικό έργο(ν) — поэтическое произведение;

    ζωγραφικό έργο(ν) — произведение живописи;

    έργο(ν) τέχνης — произведение искусства;

    θεατρικό έργο(ν) — пьеса;

    γλυπτικό έργο(ν) — скульптура;

    τό έργο(ν) των χειρών μου — дело моих рук;

    3) перен. дело, действие; дела; поступки;

    έργα αγαθά — добрые дела;

    η ζωή και το έργο(ν) — жизнь и деятельность;

    χρειάζονται έργα και όχι λόγια — нужны дела, а не слова;

    από τα λόγια έρχομαι στα έργα — переходить от слов к делу;

    έργ όλης της ζωής μου — дело всей моей жизни;

    έργο(ν) φρονήσεως — благоразумный акт;

    4) сооружение, постройка;

    τεχνικά έργα — технические сооружения;

    οχυρωματικά έργα — оборонительные, фортификационные сооружения или работы;

    5) работы;

    δημόσια έργα — общественные работы;

    καταναγκαστικά έργα — принудительные работы;

    6) долг, обязанность;

    τό θεωρώ έργο(ν) — считать долгом, обязанностью;

    έργο(ν) μου είναι να... — мой долг...;

    δεν είναι ιδικόν μου έργο(ν) να... — это не моя обязанность;

    7) театр., кино постановка, пьеса; фильм;

    τί έργο(ν) παίζεται στο Εθνικό; — что идёт в «Этнико»?;

    8) задание, норма;

    τελειώνω το έργο(ν) μου — выполнять своё задание;

    9) физ. работа;
    10): έργω (δοτ.) в.действительности, на деле, в самом деле, фактически; έργω βοήθεια реальная помощь;

    § τίθεμαι επί το έργο(ν) — приступать к делу;

    εις έργ! — к делу!;

    ευχής έργο(ν) θα ήτο — было бы желательно;

    είναι έργο(ν) μου — это моё дело;

    άλλος ο κυρ λόγος και άλλος είν' ο εργος, λόγω μεν δίκαιος, εργω δε άδικος погов, на словах одно, а на деле другое;

    μέγας είσαι Κύριε και θαυμαστά τα έργα σου — очень странно!, удивительно!, удивительны дело твой, господи!

    Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό > έργο(ν)

  • 32 έργο(ν)

    τό
    1) работа, занятие, дело;

    τί έργο(ν) κάνεις; — чем ты занимаешься?;

    2) творение, произведение, сочинение;

    ποιητικό έργο(ν) — поэтическое произведение;

    ζωγραφικό έργο(ν) — произведение живописи;

    έργο(ν) τέχνης — произведение искусства;

    θεατρικό έργο(ν) — пьеса;

    γλυπτικό έργο(ν) — скульптура;

    τό έργο(ν) των χειρών μου — дело моих рук;

    3) перен. дело, действие; дела; поступки;

    έργα αγαθά — добрые дела;

    η ζωή και το έργο(ν) — жизнь и деятельность;

    χρειάζονται έργα και όχι λόγια — нужны дела, а не слова;

    από τα λόγια έρχομαι στα έργα — переходить от слов к делу;

    έργ όλης της ζωής μου — дело всей моей жизни;

    έργο(ν) φρονήσεως — благоразумный акт;

    4) сооружение, постройка;

    τεχνικά έργα — технические сооружения;

    οχυρωματικά έργα — оборонительные, фортификационные сооружения или работы;

    5) работы;

    δημόσια έργα — общественные работы;

    καταναγκαστικά έργα — принудительные работы;

    6) долг, обязанность;

    τό θεωρώ έργο(ν) — считать долгом, обязанностью;

    έργο(ν) μου είναι να... — мой долг...;

    δεν είναι ιδικόν μου έργο(ν) να... — это не моя обязанность;

    7) театр., кино постановка, пьеса; фильм;

    τί έργο(ν) παίζεται στο Εθνικό; — что идёт в «Этнико»?;

    8) задание, норма;

    τελειώνω το έργο(ν) μου — выполнять своё задание;

    9) физ. работа;
    10): έργω (δοτ.) в.действительности, на деле, в самом деле, фактически; έργω βοήθεια реальная помощь;

    § τίθεμαι επί το έργο(ν) — приступать к делу;

    εις έργ! — к делу!;

    ευχής έργο(ν) θα ήτο — было бы желательно;

    είναι έργο(ν) μου — это моё дело;

    άλλος ο κυρ λόγος και άλλος είν' ο εργος, λόγω μεν δίκαιος, εργω δε άδικος погов, на словах одно, а на деле другое;

    μέγας είσαι Κύριε και θαυμαστά τα έργα σου — очень странно!, удивительно!, удивительны дело твой, господи!

    Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό > έργο(ν)

  • 33 παιγνίδι(ον)

    τό
    1) игра; развлечение, забава;

    παιδικά παιγνίδια — детские игры;

    2) (детская) игрушка;
    3) перен. игрушка, забава;

    αυτή η δουλειά μού είναι παιγνίδι(ον) — эта работа для меня — детские игрушки;

    αυτό δεν είναι παιγνίδι(ον) — это дело не шуточное;

    4) перен. орудие, игрушка;

    γίνομαι παιγνίδι(ον) στα χέρια κάποιου — стать игрушкой в чьйх-л. руках;

    είναι παιγνίδι(ον) της γυναίκας του — жена вертит им (как хочет);

    τό πλοίο έγινε παιγνίδι(ον) των κυμάτων

    судно стало игрушкой волн;
    5) азартная игра; партия в азартной игре; встреча, матч (спорт.);

    χάνω το παιγνίδι(ον) — проигрывать;

    κερδίζω το παιγνίδι(ον) — выигрывать; — б) шутка, проделка;

    τούπαιξε ένα (άσχημο) παιγνίδι(ον) — он сыграл с ним (злую) шутку, § με παιγνίδια — играючи, без усилий

    Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό > παιγνίδι(ον)

  • 34 παιγνίδι(ον)

    τό
    1) игра; развлечение, забава;

    παιδικά παιγνίδια — детские игры;

    2) (детская) игрушка;
    3) перен. игрушка, забава;

    αυτή η δουλειά μού είναι παιγνίδι(ον) — эта работа для меня — детские игрушки;

    αυτό δεν είναι παιγνίδι(ον) — это дело не шуточное;

    4) перен. орудие, игрушка;

    γίνομαι παιγνίδι(ον) στα χέρια κάποιου — стать игрушкой в чьйх-л. руках;

    είναι παιγνίδι(ον) της γυναίκας του — жена вертит им (как хочет);

    τό πλοίο έγινε παιγνίδι(ον) των κυμάτων

    судно стало игрушкой волн;
    5) азартная игра; партия в азартной игре; встреча, матч (спорт.);

    χάνω το παιγνίδι(ον) — проигрывать;

    κερδίζω το παιγνίδι(ον) — выигрывать; — б) шутка, проделка;

    τούπαιξε ένα (άσχημο) παιγνίδι(ον) — он сыграл с ним (злую) шутку, § με παιγνίδια — играючи, без усилий

    Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό > παιγνίδι(ον)

  • 35 μούτρο

    τό
    1) груб. лицо; рожа, морда;

    θα σού σπάσω τα μούτρα — я тебе набью морду;

    2) (противная) морда (о человеке);

    § κατεβασμένα ( — или κρεμασμένα) μούτρα — надутая, постная физиономия;

    ξινισμένα μούτρα — кислое лицо, кислая рожа;

    ξινίζω ( — или στραβώνω) τα μούτρα μου — корчить кислую рожу;

    κάνω μούτρα — притворяться недовольным, сердитым;

    μας κάνει ( — или κρεμάει) μούτρα — он дуется на нас;

    κατεβάζω ( — или κρεμάω) τα μούτρα μου — а) повесить нос; — б) опустить голову (в знак вины); — в) дуться (на кого-л.);

    έχει μούτρα και μιλάει ακόμα — он ещё смеет говорить;

    παίρνω τα μούτρα μου — а) почувствовать себя неловко; — б) осмеливаться, набираться храбрости, наглости;

    δεν είναι γιά τα μούτρα σου — это не для таких, как ты, это не про вас;

    πέφτω ( — или ρίχνομαι) με τα μούτρα σε... — а) с головой окунуться, уходить в...; — б) наброситься (на еду и т. п.);

    με τί μούτρα να παρουσιαστώ μπροστά του — или δεν 2χω μούτρα να τον ιδώ — какими глазами я буду смотреть на него;

    μούτρα γιά σιδέρωμα! — бесстыжая рожа!

    Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό > μούτρο

  • 36 χωρατό

    το шутка, острота;

    § δεν σηκώνει χωρατά — он не понимает шуток;

    στα χωρατά — в шутку;

    шутки ради;

    γυρίζω κάτι στο χωρατό — превращать что-л, в шутку;

    δεν είναι χωρατά — это не шутка;

    ν' αφήσουμε τα χωρατά! — шутки в сторону!

    Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό > χωρατό

  • 37 верить

    ρ.δ.
    1. (σε τι) πιστεύω•

    верить в победу πιστεύω στη νίκη•

    верить в торжество справедливости πιστεύω στον θρίαμβο της δικαιοσύνης•

    верить в Бога πιστεύω στο Θεό.

    2. είμαι θρήσκος•

    -ил, когда я был маленьким πίστευα, όταν ήμουν μικρός.

    3. εμπιστεύομαι, έχω εμπιστοσύνη•

    верить другу έχω εμπιστοσύνη στο φίλο.

    εκφρ.
    верить на слово – πιστεύω (εχω εμπιστοσύνη) στο λόγο•
    не верить своим глазам ή ушам – δεν πιστεύω στα μάτια μου, στ’ αυτιά μου (για κάτι απροσδόκητο).
    πιστεύω, έχω εμπιστοσύνη•

    -ится с трудом είναι δυσκολοπίστευτο, δυσκολεύομαι να το πιστέψω•

    мне не -ится εγώ δεν το πιστεύω.

    Большой русско-греческий словарь > верить

  • 38 мелко

    επίρ.
    μικρά, λίγο, λιγοστά κλπ. επ.
    ως κατηγ. είναι ρηχά.
    εκφρ.
    мелко плавать – ανίκανος, αδύνατος, φτωχός τω πνεύματι, αδέξιος, δεν πλέει στα βαθιά (δεν εμβαθύνει).

    Большой русско-греческий словарь > мелко

  • 39 губа

    -ы, πλθ. губы, δοτ. -ам θ.
    1. το χείλος, χείλι•

    накрашенные -ы βαμμένα χείλη•

    жать -ы σφίγγω τα χείλη.

    2. πλθ. -ы τα σιαγόνια, οι δηκτήρες των διαφόρων λαβίδων.
    εκφρ.
    у него губа не дура – αυτός ξέρει να διαλέγει•
    не по твоим -ам – δεν είναι για σένα, για τα δόντια σου•
    по -ам помазать – (απλ.) γλυκαίνω (ερεθίζω) και δε δίνω•
    молоко на -ах не обсохло – το γάλα δε στέγνωσε ακόμα στα χείλη (είναι μικρός ακόμα).
    θ.
    κόλπος, όρμος (βορ. θαλασσών).
    θ. παλ., επαρχία.

    Большой русско-греческий словарь > губа

  • 40 игрушка

    игру́шк||а
    ж τό παιγνίδι, τό παιχνίδι:
    детские \игрушкаи τά παιδικά παιχνίδια· ◊ это не \игрушкаи αίιτά δέν εἶναι χωρατά· быть \игрушкаой в руках кого́-л. γίνομαι παίγνιο, εἶμαι παιγνίδι στά χέρια κάποιου.

    Русско-новогреческий словарь > игрушка

См. также в других словарях:

  • είμαι — (AM εἰμί Α και αιολ. τ. ἐμμί Μ και εἶμαι) 1. υπάρχω, ζω («...ήταν ένας γέρος και μια γριά», «οὐκ ἐσθ οὗτος ἀνήρ οὐδ ἔσσεται» δεν υπάρχει ούτε πρόκειται να υπάρξει) 2. (για πράγματα) υπάρχω, βρίσκομαι) («δεν είναι στάρι φέτος», «ὁ παράδεισος αὐτὸς …   Dictionary of Greek

  • καλός — Ονομασία δύο οικισμών. 1. Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 410 μ., 101 κάτ.) στην πρώην επαρχία Τεμένους του νομού Ηρακλείου. Βρίσκεται στο δυτικό τμήμα του νομού, 27 χλμ. ΝΔ της πόλης του Ηρακλείου. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Τεμένους. 2.… …   Dictionary of Greek

  • σκόπευση — Το σύνολο των πράξεων, με τις οποίες ρυθμίζεται ένα πυροβόλο όπλο ή άλλο όργανο εκτόξευσης, ώστε η τροχιά του βλήματος ή του βέλους να φτάνει στο στόχο. Η σ. από θέση εδάφους μπορεί να είναι άμεση, όταν ο στόχος είναι ορατός, και έμμεση όταν δεν… …   Dictionary of Greek

  • σύγκαλα — και συγκαλά, τα, Ν άκλ. 1. καλή φυσιολογική κατάσταση και, ιδίως, διανοητική ισορροπία («δεν είναι στα σύγκαλά του») 2. φρ. «έλα στα σύγκαλά σου» σκέψου λογικά. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + καλά, πληθ. ουδ. τού επίθ. καλός] …   Dictionary of Greek

  • χαμένος — η, ο μτχ. παθ. πρκ. του χάνω 1. αυτός που έχει χαθεί. 2. αυτός που έχασε τα χρήματά του στα χαρτιά: Κάθε πρωτοχρονιά βγαίνω χαμένος. 3. απρόσεχτος, ανόητος. 4. φρ., «χαμένο κορμί», άχρηστος άνθρωπος. 5. φρ., «Tα χει χαμένα», δεν είναι στα καλά… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • φρενοκομείο — το, Ν 1. (παλ. όρος) ψυχιατρείο 2. φρ. «είναι για το φρενοκομείο» πάσχει διανοητικά, δεν είναι στα καλά του. [ΕΤΥΜΟΛ. < φρήν, φρενός + κομείο (< κομος < κομώ «φροντίζω») κατά το νοσοκομείο. Η λ., στον λόγιο τ. φρενοκομεῖον, μαρτυρείται… …   Dictionary of Greek

  • Βαλκανική χερσόνησος — Είναι η ανατολικότερη από τις τρεις ευρωπαϊκές χερσονήσους που βρέχονται από τη Μεσόγειο. Τα όριά της είναι μερικώς ακαθόριστα, επειδή δεν υπάρχει ένα σαφές διαχωριστικό φράγμα στα βόρειά της, όπου συνδέεται σε μήκος περίπου 1.200 χλμ. με τον… …   Dictionary of Greek

  • πράξεις αριθμητικές — Στα μαθηματικά, και ιδιαίτερα στην αριθμητική και στην άλγεβρα, ο όρος πράξη χρησιμοποιείται ως συνώνυμο των νόμων σύνθεσης, δηλαδή των κανόνων που επιτρέπουν τον συνδυασμό ν αριθμών ή, γενικότερα, ν στοιχείων δεδομένων κατά μια τάξη, και… …   Dictionary of Greek

  • σύμπαν — Είναι το σύνολο των ουράνιων σωμάτων και του διαστήματος μέσα στο οποίο είναι εγκατασπαρμένα. Τα ακραία όριά τους, περισσότερο από άμεσες παρατηρήσεις απευθείας ή με όργανα, έχουν καθοριστεί με επιστημονικές υποθέσεις, που επιδίωξαν να μεταφέρουν …   Dictionary of Greek

  • αναλογία — Στα μαθηματικά λέγεται ότι τέσσερις πραγματικοί αριθμοί, διατεταγμένοι και διάφοροι από το μηδέν, α, β, γ, δ είναι σε α. –και γράφεται α:β = γ:δ– εάν ο λόγος α/β είναι ίσος με τον λόγο γ/δ (π.χ. οι αριθμοί 2, 1, 4, 2 είναι σε α.). Αν οι αριθμοί α …   Dictionary of Greek

  • σύνολο — Στα μαθηματικά, με τον όρο αυτό εννοούμε «κάθε συλλογή από αντικείμενα καθορισμένα και τελείως διακεκριμένα μεταξύ τους, που τη θεωρούμε ως ένα όλο». Η διατύπωση αυτή οφείλεται στο δημιουργό της θεωρίας των σ. Γκέοργκ Κάντορ (1845 1918). Ο όρος… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»