-
1 древесина
η ξυλείαпропитывать - у διαποτίζω/εμποτίζω την -балансовая - см. балансыделовая - εμπορεύσιμη -, βιομηχανική -- για ξύλα-камернойсушки - από ξήρανση σε φούρνο/κλίβανο«άψητη»-товарная - εμπορεύσιμη -, βιομηχανική -Русско-греческий словарь научных и технических терминов > древесина
-
2 полоса
1. (узкая пластинка) η λωρίδα 2. (цветовая линия) η γραμμή, η λωρίδα 3. (προκ.) η ταινία, η λάμα 4. (сортового металла) η λάμα 5. полигр. η στήλη, η σελίδα 6. (зона, пояс) η ζώνηветрозащитная - η σειρά των δέντρων ή θάμνων (γύρω από τα χωράφια) για την προστασία από τους ανέμουςвзлётно-посадочная - (ΒΠΠ) см. взлётно -посадочная полоса лесозащитная - προστατευτική - του δάσουςполезащитная - η (γύρω-γύρω) σειρά δέντρων ή θάμνων για την προστασία των χωραφιών- частот боковая πλευρική - των συχνοτήτων, οι πλευρικές συχνότητεςРусско-греческий словарь научных и технических терминов > полоса
-
3 сруб
1. (действие) η κοπή (των δέντρων)η υλοτομία2. (место, по которому срублено дерево) το σημείο της κοπής, η κοπή 3 (деревянное сооружение в форме четырёхугольника) η τετράγωνη κατασκευή/ο σκελετός οικοδομής από κορμούς δέντρων.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > сруб
-
4 лес
лес м 1) το δάσος* лиственный \лес το δάσος φυλλοφόρων δέντρων 2) (материал) η ξυλεία* * *м1) το δάσοςли́ственный лес — το δάσος φυλλοφόρων δέντρων
2) ( материал) η ξυλεία -
5 фруктовый
фруктовый οπωροφόρος\фруктовыйое дерево το οπωροφόρο δέντρο· \фруктовый сад о κήπος οπωροφόρων δέντρων* * *фрукто́вое де́рево — το οπωροφόρο δέντρο
фрукто́вый сад — ο κήπος οπωροφόρων δέντρων
-
6 хвойный
хвойный κωνοφόρος· \хвойный лес το δάσος κωνοφόρων δέντρων* * *хво́йный лес — το δάσος κωνοφόρων δέντρων
-
7 бревенчатый
επ.από κορμούς δέντρων• ξύλινος•-ые стены ξύλινοι τοίχοι (από κορμούς δέντρων).
-
8 хвойный
επ.των κωνοφόρων δέντρων•хвойный запах η μυρουδιά των κωνοφόρων δέντρων•
хвойный д-готь το ρετσίνι.
ουσ. -ые πλθ.τα κωνοφόρα (δέντρα). -
9 хвоя
-и θ.1. το φύλλωμα των κωνοφόρων δέντρων (βελονοειδή).2. αθρσ. κλαδιά κωνοφόρων δέντρων. -
10 бревенчатый
ξύλινος, από κορμούς δέντρων.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > бревенчатый
-
11 бревнокатка
ο κύλινδρος ή ανυψωτήρας για τη μετατόπιση των κορμών δέντρων.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > бревнокатка
-
12 бревноукладчик
ο αποθέτης/ταξινομητης των κορμών δέντρων.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > бревноукладчик
-
13 валка
(леса) η ρίψη ή υλοτόμηση δέντρων.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > валка
-
14 ветровал
τα ανεμορρίμματα των δέντρων.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > ветровал
-
15 густота
1. (плотность) η πυκνότητα 2. (цвета) το βάθος, η πυκνότητα, ο πλούτος (του χρώματος) 3. (ло-паток, решёток, профилей в газотурбинном двигателе) η συχνότητα, η πυκνότητα, ο μεγάλος αριθμός.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > густота
-
16 дендрарий
(арборетум) о τόπος μεγάλης έκτασης με συλλογή διαφόρων δέντρων.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > дендрарий
-
17 засека
η προστατευτική ζώνη (των ξυ-λευμένων/κομμένων δέντρων)Русско-греческий словарь научных и технических терминов > засека
-
18 захват
1. (воды, воздуха, пыли, газа и т п.) η κατακράτηση 2. (механизм, устройство) η λαβή, η αρπάγηвращающийся - полигр. περιστρεφόμενη -челюстной (погрузчика) - με δαγκάνα (του φορτωτή) Захватывание) το άρπαγμα, η αρπαγή4. (взятие силой) το πάρσιμο, η κατάληψη, η κυρίευση 5. с.-х. см. запал II 6. (рлк) о εγκλωβισμόςРусско-греческий словарь научных и технических терминов > захват
-
19 кантователь
το μηχάνημα στρέψης/ανα-στροφής/αναποδογυρίσματοςРусско-греческий словарь научных и технических терминов > кантователь
-
20 кора
(древесная, земная, головного мозга) о φλοιός (των δέντρων, της γης, του εγκεφάλου).Русско-греческий словарь научных и технических терминов > кора
См. также в других словарях:
κατοίκια — Κάθε φυσικό καταφύγιο ή τεχνητό κτίσμα, όπου διαμένει ο άνθρωπος μόνιμα ή προσωρινά. Οι τύποι κ. διαφέρουν ανάλογα με τη γεωγραφική περιοχή και τις ιστορικές περιόδους και εξαρτώνται από πολυάριθμους παράγοντες, σπουδαιότεροι από τους οποίους… … Dictionary of Greek
κατοικία — Κάθε φυσικό καταφύγιο ή τεχνητό κτίσμα, όπου διαμένει ο άνθρωπος μόνιμα ή προσωρινά. Οι τύποι κ. διαφέρουν ανάλογα με τη γεωγραφική περιοχή και τις ιστορικές περιόδους και εξαρτώνται από πολυάριθμους παράγοντες, σπουδαιότεροι από τους οποίους… … Dictionary of Greek
κίνα — Επίσημη ονομασία: Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας Έκταση: 9.596.960 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.284.303.705 κάτ. (2002) Πρωτεύουσα: Πεκίνο ή Μπεϊτζίνγκ (6.619.000 κάτ. το 2003)Κράτος της ανατολικής Ασίας. Συνορεύει στα Β με τη Μογγολία και τη Ρωσία, στα ΒΑ… … Dictionary of Greek
λασιοκαμπίδες — (lasiocampidae). Οικογένεια λεπιδοπτέρων εντόμων που περιλαμβάνει 163 είδη. Πρόκειται για μεγαλόσωμες, καφέ πεταλούδες που πετούν κυρίως το βράδυ και προσελκύονται από το φως. Τα ενήλικα άτομα συνήθως δεν τρέφονται, καθώς τα στοματικά τους… … Dictionary of Greek
Φινλανδία — H Φινλανδία, που οι Φινλανδοί την αποκαλούν «Σουόμι», απλώνεται στο βορειοδυτικό άκρο της μεγάλης ρωσικής πεδιάδας και προβάλλει με χίλια χιλιόμετρα παραλίας, στους κόλπους της Φινλανδίας (Φιννικός) και της Bοθνίας (Bοθνικός). Tα ηπειρωτικά… … Dictionary of Greek
δάσος — Έκταση ακαλλιέργητου εδάφους, στο οποίο αναπτύσσονται ελεύθερα δέντρα με ψηλό κορμό, σε ενώσεις με άλλες βλαστικές μορφές, όπως είναι οι θάμνοι, οι πόες και τα θαλλόφυτα, που διατάσσονται σε ορόφους και από τους οποίους ο ανώτερος συγκροτείται… … Dictionary of Greek
δασός — Έκταση ακαλλιέργητου εδάφους, στο οποίο αναπτύσσονται ελεύθερα δέντρα με ψηλό κορμό, σε ενώσεις με άλλες βλαστικές μορφές, όπως είναι οι θάμνοι, οι πόες και τα θαλλόφυτα, που διατάσσονται σε ορόφους και από τους οποίους ο ανώτερος συγκροτείται… … Dictionary of Greek
δρυοκολάπτης — Κοινή ονομασία πτηνών της οικογένειας των δρυοκολαπτιδών, που είναι η σπουδαιότερη της τάξης των δρυοκολαπτομόρφων. Οι δ. διακρίνονται για ορισμένες συνήθειες και ανατομικές ιδιαιτερότητές τους. Αναρριχώνται με ευκολία στους κορμούς των δέντρων,… … Dictionary of Greek
κάστορας — (Castor fiber). Τρωκτικό της οικογένειας των καστοριδών. Το θηλαστικό αυτό, κοινό άλλοτε σε εκτεταμένες περιοχές της Ευρώπης και της Ασίας, έχει σήμερα ελαττωθεί αριθμητικά στην Ευρώπη και συναντάται μόνο σε περιορισμένες ζώνες, από τη βόρεια… … Dictionary of Greek
καρπός — I (Βοτ.). Το προϊόν στο οποίο μεταμορφώνεται, μετά τη γονιμοποίηση, η ωοθήκη του άνθους. Το γονιμοποιημένο ωοκύτταρο εξελίσσεται σε έμβρυο, οι σπερματικοί χιτώνες που το περιβάλλουν σχηματίζουν το σπερματικό περίβλημα και ολόκληρη η σπερματική… … Dictionary of Greek
σκίουρος — (sciurus). Όρος με τον οποίο χαρακτηρίζονται διάφορα είδη τρωκτικών, της οικογένειας των Σκιουριδών, της υπόταξης των Aπλοδόντων. Οι καθαυτό σ. ανήκουν στην υποοικογένεια των Σκιουρινών που περιλαμβάνει πάνω από 30 γένη, κατανεμημένα κατά… … Dictionary of Greek