-
21 косослой
1. (залегание породы) η εγκάρσια/κεκλιμένη στρώση (του ορυκτού) 2. (порок строения древесины) η ελαττωματική στρώση (δακτύλιος) των δέντρων.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > косослой
-
22 кривизна
η καμπυλότητα, η κυρτότηταРусско-греческий словарь научных и технических терминов > кривизна
-
23 кругляк
лес. η στρογγυλή ξυλεία, ο κορμός/οι κορμοί δέντρου/δέντρων.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > кругляк
-
24 крылатка
бот. о ξηρός καρπός μερικών δέντρων (σημύδας, μελέγου, σφενταμιού κ.λπ.).Русско-греческий словарь научных и технических терминов > крылатка
-
25 лесонасаждение
1. (разведение лесов) η αναδάσωση, η δενδροφύτευση 2. (участок, насаженный лесом) η δενδρο-φυτείαполезащитное - οι προστατευτικές (π.χ. από άνεμο) δασικές ζώνες, φυτοπρο-στατευτικά δέντρα ή θάμνοι γύρω από τα χωράφια.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > лесонасаждение
-
26 лесопилка
1. (лесопильный завод) το εργοστάσιο κοπής ξυλείαςτο πριονιστήριο2. (машина для распиловки леса) η πριο-νιστική μηχανήτο πριόνι κορμών δέντρωνРусско-греческий словарь научных и технических терминов > лесопилка
-
27 лесопитомник
η δενδροφυτεία, το δενδροκομείοτο φυτώριο των δασικών δέντρωνРусско-греческий словарь научных и технических терминов > лесопитомник
-
28 лихорадка
мед. το ρίγος, το σύγκρυο· крапивная - ο εξανθηματικός πυρετόςсенная - η αλλεργία προκαλούμενη από τη γύρη λουλουδιών, δέντρωνθάμνων κ.λπРусско-греческий словарь научных и технических терминов > лихорадка
-
29 тайга
η τάιγκα (ξεν.)το βόρειο πυκνό δάσος (των κωνοφόρων δέντρων)Русско-греческий словарь научных и технических терминов > тайга
-
30 трелёвка
η μεταφορά των κορμών (δέντρων)тракторная - με ελκυστήρες/τρακτέρРусско-греческий словарь научных и технических терминов > трелёвка
-
31 хвоя
το φύλλωμα των κωνοφόρων δέντρων.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > хвоя
-
32 бревенчатый
бревенчатыйприл ἀπό δοκούς, κα-δρονένιος:\бревенчатый дом τό σπίτι ἀπό κορμούς δέντρων. -
33 накатывать
накатывать Iнесов1. (чего-л.) κυλώ, κυλίω, κουβαλώ κυλώντας, συναθροίζω:\накатывать бочек (бревен) κυλώ βαρέλια (κορμούς δέντρων)·2. (наготавливать) φτιάνω·3. (дорогу) ἐξομαλύνω, ὀμαλύνω, πατῶ μέ ὁδοστρωτήρα·4. (наносить) στρώνω, ἀπλώνω (в полиграфии) / σταμ-πάρω (рисунок на ткань).накатывать IIнесов (катя, надвигать) κυλῶ, κουβαλώ κυλώντας. -
34 сруб
срубм1. (действие) ἡ κοπή δέντρων, ἡ ὑλοτομία·2. (избы, колодца и т. п.) ἡ ξύλωση [-ις]. -
35 верх
-а (-у), προθτ. о -е, на -у, πλθ. -и α.1. κορυφή•-и снежных гор οι κορυφές τών χιονισμένων βουνών•
-и деревьев οι κορυφές των δέντρων•
забраться на самый верх σκαρφαλώνω ως την κορυφή.
2. επιστέγασμα οχήματος•поднять верх во время дождя σηκώνω την τέντα όταν βρέχει.
3. πρόσοψη, φάτσα, η όρθα (υφάσματος).4. ο άνω ρους του ποταμού.5. πλθ. -и μτφ. οι κορυφές, οι καθοδηγητές•совещание в -ах σύσκεψη κορυφών.
6. επίρ. υπεράνω, άνω, πάνω, υπέρ•верх совершенства παραπάνω από τέλειο.
7. πλθ. -и οι ψηλές μουσικές νότες ή φωνές.8. με μερικά ρ. μαζί προσδίδεισ’ αυτά υπέρτερη σημασία•одержать верх υπερνικώ, υπερτερώ.
9. πλθ. -и το επιφανειακό, το εξωτερικό μέρος•усвоить лишь -и αφομοιώνω επιπόλαια, επιφανειακά.
εκφρ.брать (взять) верх – υπερέχω, υπερτερώ•быть на -у блаженства – είμαι υπερευτυχής•под верх – για ιππασία, της καβάλας•лошадь под верх – άλογο της καβάλας. -
36 выкатка
-и θ.κύλισμα•выкатка бревен κύλισμα κορμών δέντρων.
-
37 вымерзание
-я ουδ.πάγωμα, καταστροφή από τον πάγο•вымерзание деревьев το πάγωμα των δέντρων.
-
38 выращивание
-я ουδ.φυτοκομία• καλλιέργεια•выращивание плодовых деревьев καλλιέργεια καρποφόρων δέντρων.
|| ανάπτυξη, μεγάλωμα. || δημιουργία, ανάδειξη•выращивание кадров ανάδειξη στελεχών.
-
39 гонкость
-и θ.η γρήγορη ανάπτυξη δέντρων, δάσους. -
40 завал
-а α.σωρός, σωρεία•снежный -χιονοστιβάδα•
завал бревен σωρός κορμών δέντρων ή από νιούτσουρα.
См. также в других словарях:
κατοίκια — Κάθε φυσικό καταφύγιο ή τεχνητό κτίσμα, όπου διαμένει ο άνθρωπος μόνιμα ή προσωρινά. Οι τύποι κ. διαφέρουν ανάλογα με τη γεωγραφική περιοχή και τις ιστορικές περιόδους και εξαρτώνται από πολυάριθμους παράγοντες, σπουδαιότεροι από τους οποίους… … Dictionary of Greek
κατοικία — Κάθε φυσικό καταφύγιο ή τεχνητό κτίσμα, όπου διαμένει ο άνθρωπος μόνιμα ή προσωρινά. Οι τύποι κ. διαφέρουν ανάλογα με τη γεωγραφική περιοχή και τις ιστορικές περιόδους και εξαρτώνται από πολυάριθμους παράγοντες, σπουδαιότεροι από τους οποίους… … Dictionary of Greek
κίνα — Επίσημη ονομασία: Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας Έκταση: 9.596.960 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.284.303.705 κάτ. (2002) Πρωτεύουσα: Πεκίνο ή Μπεϊτζίνγκ (6.619.000 κάτ. το 2003)Κράτος της ανατολικής Ασίας. Συνορεύει στα Β με τη Μογγολία και τη Ρωσία, στα ΒΑ… … Dictionary of Greek
λασιοκαμπίδες — (lasiocampidae). Οικογένεια λεπιδοπτέρων εντόμων που περιλαμβάνει 163 είδη. Πρόκειται για μεγαλόσωμες, καφέ πεταλούδες που πετούν κυρίως το βράδυ και προσελκύονται από το φως. Τα ενήλικα άτομα συνήθως δεν τρέφονται, καθώς τα στοματικά τους… … Dictionary of Greek
Φινλανδία — H Φινλανδία, που οι Φινλανδοί την αποκαλούν «Σουόμι», απλώνεται στο βορειοδυτικό άκρο της μεγάλης ρωσικής πεδιάδας και προβάλλει με χίλια χιλιόμετρα παραλίας, στους κόλπους της Φινλανδίας (Φιννικός) και της Bοθνίας (Bοθνικός). Tα ηπειρωτικά… … Dictionary of Greek
δάσος — Έκταση ακαλλιέργητου εδάφους, στο οποίο αναπτύσσονται ελεύθερα δέντρα με ψηλό κορμό, σε ενώσεις με άλλες βλαστικές μορφές, όπως είναι οι θάμνοι, οι πόες και τα θαλλόφυτα, που διατάσσονται σε ορόφους και από τους οποίους ο ανώτερος συγκροτείται… … Dictionary of Greek
δασός — Έκταση ακαλλιέργητου εδάφους, στο οποίο αναπτύσσονται ελεύθερα δέντρα με ψηλό κορμό, σε ενώσεις με άλλες βλαστικές μορφές, όπως είναι οι θάμνοι, οι πόες και τα θαλλόφυτα, που διατάσσονται σε ορόφους και από τους οποίους ο ανώτερος συγκροτείται… … Dictionary of Greek
δρυοκολάπτης — Κοινή ονομασία πτηνών της οικογένειας των δρυοκολαπτιδών, που είναι η σπουδαιότερη της τάξης των δρυοκολαπτομόρφων. Οι δ. διακρίνονται για ορισμένες συνήθειες και ανατομικές ιδιαιτερότητές τους. Αναρριχώνται με ευκολία στους κορμούς των δέντρων,… … Dictionary of Greek
κάστορας — (Castor fiber). Τρωκτικό της οικογένειας των καστοριδών. Το θηλαστικό αυτό, κοινό άλλοτε σε εκτεταμένες περιοχές της Ευρώπης και της Ασίας, έχει σήμερα ελαττωθεί αριθμητικά στην Ευρώπη και συναντάται μόνο σε περιορισμένες ζώνες, από τη βόρεια… … Dictionary of Greek
καρπός — I (Βοτ.). Το προϊόν στο οποίο μεταμορφώνεται, μετά τη γονιμοποίηση, η ωοθήκη του άνθους. Το γονιμοποιημένο ωοκύτταρο εξελίσσεται σε έμβρυο, οι σπερματικοί χιτώνες που το περιβάλλουν σχηματίζουν το σπερματικό περίβλημα και ολόκληρη η σπερματική… … Dictionary of Greek
σκίουρος — (sciurus). Όρος με τον οποίο χαρακτηρίζονται διάφορα είδη τρωκτικών, της οικογένειας των Σκιουριδών, της υπόταξης των Aπλοδόντων. Οι καθαυτό σ. ανήκουν στην υποοικογένεια των Σκιουρινών που περιλαμβάνει πάνω από 30 γένη, κατανεμημένα κατά… … Dictionary of Greek