-
1 δενδροτόμος
δενδρο-τόμος, ον,A cutting down trees, Sch.rec.S.El.98.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > δενδροτόμος
См. также в других словарях:
τριχοτομώ — (I) τριχοτομῶ, έω, ΝΑ διαιρώ σε τρία μέρη. [ΕΤΥΜΟΛ. < επίρρ. τρίχα «σε τρία μέρη» + τομῶ (< τομος < τόμος < τέμνω), πρβλ. διχο τομῶ]. (II) τριχοτομῶ, έω, ΝΑ αποκόπτω τις τρίχες, αποτριχώνω. [ΕΤΥΜΟΛ. < θρίξ, τριχός + τομῶ (<… … Dictionary of Greek
καλαμοτομώ — έω κόβω καλάμια. [ΕΤΥΜΟΛ. < καλάμι + τομώ (< τομος < τόμος < τέμνω), πρβλ. δενδρο τομώ, φλεβο τομώ] … Dictionary of Greek
πυροτομία — ἡ, Α ο θερισμός τού σιταριού. [ΕΤΥΜΟΛ. < πυρός «σίτος» + τομία (< τόμος < τόμος < τέμνω), πρβλ. δενδρο τομία, λιθο τομία] … Dictionary of Greek
Афанасий Дьяк — греч. Αθανάσιος Διάκος … Википедия
κιρσοτομώ — κιρσοτομῶ, έω (Α) αφαιρώ τους κιρσούς με εγχείρηση. [ΕΤΥΜΟΛ. < κιρσός + τομῶ (< τόμος < τέμνω), πρβλ. δενδρο τομώ, φλεβο τομώ] … Dictionary of Greek