-
1 δενδροειδής
δενδρο-ειδής, ές,A tree-like, Dsc.4.164.9, Gloss.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > δενδροειδής
См. также в других словарях:
φοινικοειδής — (I) ές, Μ ερυθρωπός, κοκκινωπός. [ΕΤΥΜΟΛ. < φοῖνιξ (Ι), οίνικος «πορφυρό χρώμα» + ειδής*]. (II) ές, Ν 1. αυτός που μοιάζει με το δένδρο φοίνικας 2. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα φοινικοειδή (βοτ.) άλλη ονομασία τής οικογένειας φοίνικίδες που… … Dictionary of Greek