Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

δενδροφόρος

См. также в других словарях:

  • δενδροφόρος — bearing trees masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δενδροφόρος — α, ο (AM δενδροφόρος, ον) (για τόπο) ο κατάλληλος για δενδροκαλλιέργεια 1. (αρσ. ή θηλ. ως ουσ.) δενδροφόρος (τόπος ή γη) γεμάτος δένδρα 2. (το αρσ. πληθ. ως ουσ.) οι Δενδροφόροι αυτοί που τελούν τη δενδροφορία. [ΕΤΥΜΟΛ. < δένδρον + φόρος < …   Dictionary of Greek

  • δενδροφόρον — δενδροφόρος bearing trees masc/fem acc sg δενδροφόρος bearing trees neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δενδροφορωτάτην — δενδροφόρος bearing trees fem acc superl sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δενδροφόρα — δενδροφόρος bearing trees neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δενδροφόρου — δενδροφόρος bearing trees masc/fem/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δενδροφόρων — δενδροφόρος bearing trees masc/fem/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Silvano — Dibujo de un relieve romano de Silvano. Silvano (en latín Silvanus, ‘de los bosques’) era, en la mitología romana, el espíritu tutelar de los campos y bosques, un genius loci a quien se dice que en tiempos muy remotos los pelasgos tirrenos habían …   Wikipedia Español

  • -φορος — ΝΜΑ β συνθετικό παροξύτονων και προπαροξύτονων ονομάτων, αρσενικών και θηλυκών, και επιθέτων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, το οποίο ανάγεται στην ετεροιωμένη βαθμίδα φορ τής ρίζας τού ρήματος φέρω* και απαντά σε μεγάλο αριθμό συνθέτων (σχεδόν… …   Dictionary of Greek

  • δένδρο — Ορεινός οικισμός (υψόμ. 650 μ., 94 κάτ.) του νομού Κορινθίας. Βρίσκεται στο βορειοδυτικό τμήμα του νομού, 58 χλμ. ΒΔ της Κορίνθου. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Ξυλοκάστρου. * * * και δέντρο, το (AM δένδρον Α και δένδρος, δένδρεον, δένδρειον)… …   Dictionary of Greek

  • δενδροφορώ — δενδροφορῶ ( έω) (Α) [δενδροφόρος] κρατώ στα χέρια κλαδιά δένδρων, θύρσους …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»