-
1 δενδροβατής
-
2 δενδροβατῇς
-
3 δενδροβάτης
ο, δενδροβάτις (-ιδος) η лазающ|ий, -ая по деревьям
См. также в других словарях:
δενδροβάτης — ο (Α δενδροβάτης) αυτός που σκαρφαλώνει στα δένδρα νεοελλ. δενδρόβιος βάτραχος τής Νότιας Αμερικής. [ΕΤΥΜΟΛ. < δένδρον + βάτης*] … Dictionary of Greek
δενδροβατῇς — δενδροβατέω climb trees pres subj act 2nd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δένδρο — Ορεινός οικισμός (υψόμ. 650 μ., 94 κάτ.) του νομού Κορινθίας. Βρίσκεται στο βορειοδυτικό τμήμα του νομού, 58 χλμ. ΒΔ της Κορίνθου. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Ξυλοκάστρου. * * * και δέντρο, το (AM δένδρον Α και δένδρος, δένδρεον, δένδρειον)… … Dictionary of Greek