-
1 δεμνιο-τήρης
δεμνιο-τήρης, ὁ, das Bett hütend, Aesch. Ag. 1424; πόνος ὀρταλίχων, die Nest hütende Mühe, 53.
-
2 δεμνιοτηρης
21) прикованный к постели, тяжело больной(μέ περιώδυνος μηδὲ δ. Aesch.)
2) стерегущий свое гнездоδ. πόνος ὀρταλίχων Aesch. — неусыпная забота о птенцах
См. также в других словарях:
πιννοτήρης — και πινοτήρης, ο, ΝΜΑ ο πιννοθήρας. [ΕΤΥΜΟΛ. < πίννα/ πίνη + τήρης (< τηρῶ) πρβλ. δεμνιο τήρης)] … Dictionary of Greek
πτερνοτήρης — ὁ, Μ ο πτερνοσκόπος*. [ΕΤΥΜΟΛ. < πτέρνη / πτέρνα + τηρης (< τηρῶ), πρβλ. δεμνιο τήρης] … Dictionary of Greek