-
1 δεματάς
ο, δεματου η1) вязальщи|к, -ца (снопов); 2) упаковщи|к, -ца -
2 δεματι(α)στής
ο, δεματιάστρα η см. δεματάς -
3 δεματι(α)στής
ο, δεματιάστρα η см. δεματάς -
4 δεματολό(γ)ος
ο, δεματολό(γ)α η см. δεματάς -
5 δεματολό(γ)ος
ο, δεματολό(γ)α η см. δεματάς -
6 δεματοποιός
ο, η см. δεματάς
См. также в других словарях:
δεματάς — ο αυτός που δένει δέματα … Dictionary of Greek
δεματιάρης — ο (θηλ. δεματιάρισσα, η) ο δεματάς … Dictionary of Greek
δεματιαστής — ο [δεματιάζω] ο δεματάς … Dictionary of Greek
δεματιστής — ο [δεματίζω] ο δεματάς … Dictionary of Greek
δεματοποιός — ο ο δεματάς … Dictionary of Greek