Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

δελφῖνι

См. также в других словарях:

  • δελφίνι — το θαλάσσιο θηλαστικό, μαστοφόρο κήτος: Κολυμπάει σαν δελφίνι …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • δελφίνι — (delphinus delphis).Θηλαστικό της οικογένειας των δελφινιδών, της τάξης των κητωδών. Το σώμα του είναι ατρακτοειδές, όμοιο με ψαριού. Μπορεί να φτάσει τα 2,5 μ. σε μήκος. Στη ράχη του φέρει ένα πτερύγιο σε σχήμα δρέπανου. Τα μπροστινά άκρα του… …   Dictionary of Greek

  • δελφῖνι — δελφίς dolphin masc dat sg δελφίς dolphin masc dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Δελφίνι' — Δελφ̱ίνια , Δελφίνιον temple of Apollo Delphinios neut nom/voc/acc pl Δελφίνιε , Δελφίνιος festival of Apollo D. masc voc sg Δελφίνια , Δελφινία fem nom/voc sg Δελφίνιαι , Δελφινία fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δελφίνι' — δελφίνια , δελφίνιον temple of Apollo Delphinios neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κητώδη — Τάξη υδροβίων, σαρκοφάγων θηλαστικών, με ιχθυόμορφο σώμα. Περιλαμβάνει περίπου 80 είδη. Τα κ. είναι θαλάσσια, με εξαίρεση ορισμένα είδη δελφινιών και πλατανιστιδών, που ζουν στους μεγάλους ποταμούς της Ασίας και της Αμερικής. Τα σύγχρονα κ.… …   Dictionary of Greek

  • λαγηνόρρυγχος — (Lagenorhynchus). Γένος δελφινιών της οικογένειας των δελφινιδών. Το μήκος του σώματός τους κυμαίνεται από 1,5 έως 3,1 μ. και το βάρος τους από 180 έως 250 κιλά. Το κεφάλι τους είναι μικροκαμωμένο με κοντό ρύγχος και ξεχωρίζει από τη μετωπορινική …   Dictionary of Greek

  • Триантафиллу, Соти — В Википедии есть статьи о других людях с такой фамилией, см. Триантафиллу. Соти Триантафиллу греч. Σώτη Τριανταφύλλου Дата рождения: 1957 год( …   Википедия

  • έναλος — Μυθολογικό πρόσωπο, ήρωας της Λέσβου. Σύμφωνα με τη μυθολογική παράδοση, οι Πενθιλίδες, πρώτοι άποικοι της Λέσβου, είχαν λάβει χρησμό ότι, για να επιτύχει ο αποικισμός τους έπρεπε, όταν θα συναντούσαν έναν ύφαλο που λεγόταν Μεσόγειος, να… …   Dictionary of Greek

  • αδελφίνος — και αδέλφινας και αδέρφινας, ο το δελφίνι*. [ΕΤΥΜΟΛ. < α προθετ. + δελφίνι] …   Dictionary of Greek

  • δελφίν — (Αστρον.).Αστερισμός του βορείου ημισφαιρίου που είναι ορατός με μεγαλύτερη ευκολία τους μήνες Ιούνιο, Ιούλιο και Αύγουστο. Σύμφωνα με την παράδοση, ο αστερισμός αυτός συμβολίζει το δελφίνι που έσωσε τον περίφημο μουσικό του Περιάνδρου, Αρίωνα,… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»