-
1 δελφινις
(τράπεζα Luc.)
См. также в других словарях:
δελφινίς — δελφινίς, η (Α) [δελφίς] φρ. «τράπεζα δελφινίς» τραπέζι με ανάγλυφα δελφίνια στα πόδια του … Dictionary of Greek
δελφινίς — with dolphins for a base fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δελφινίδος — δελφινίς with dolphins for a base fem gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)