Перевод: со всех языков на английский

с английского на все языки

δελφινιάς

См. также в других словарях:

  • δελφινιάς — δελφινιάς, η (Α) [δελφίς] το φυτό δελφίνιον* …   Dictionary of Greek

  • δελφινιάς — fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Δελφίνιον — Ονομασία ναών κατά την αρχαιότητα. 1. Ναός της Αθήνας που ήταν αφιερωμένος στη λατρεία του Δελφινίου Απόλλωνακαι της Δελφινίας Άρτεμης και χτίστηκε από τον Αιγέα. Σύμφωνα με τον μύθο, ο Θησέας επισκέφθηκε τον ναό όταν κατασκευαζόταν. Οι εργάτες… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»