Перевод: с греческого на английский

с английского на греческий

δελτοειδῆ

  • 1 δελτοειδή

    δελτοειδής
    delta-shaped: neut nom /voc /acc pl (attic epic doric)
    δελτοειδής
    delta-shaped: masc /fem /neut nom /voc /acc dual (doric aeolic)
    δελτοειδής
    delta-shaped: masc /fem acc sg (attic epic doric)

    Morphologia Graeca > δελτοειδή

  • 2 δελτοειδῆ

    δελτοειδής
    delta-shaped: neut nom /voc /acc pl (attic epic doric)
    δελτοειδής
    delta-shaped: masc /fem /neut nom /voc /acc dual (doric aeolic)
    δελτοειδής
    delta-shaped: masc /fem acc sg (attic epic doric)

    Morphologia Graeca > δελτοειδῆ

См. также в других словарях:

  • δελτοειδῆ — δελτοειδής delta shaped neut nom/voc/acc pl (attic epic doric) δελτοειδής delta shaped masc/fem/neut nom/voc/acc dual (doric aeolic) δελτοειδής delta shaped masc/fem acc sg (attic epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δελτοειδής — Ογκώδης μυς που καλύπτει την άρθρωση του ώμου, εκφύεται από τα οστά της κλείδας και της απόφυσης της ωμοπλάτης και καταφύεται στο μέσο του βραχιονίου. Από αυτόν εξαρτάται η ανυψωτική κίνηση του βραχίονα. Η ονομασία του οφείλεται στο σχήμα του,… …   Dictionary of Greek

  • Μετέωρα — Συγκρότημα μοναστηριών χτισμένων στην κορυφή απότομων και ξεκομμένων μεταξύ τους βράχων, διάσπαρτων σε μια έκταση περίπου τριάντα τ. χλμ., ανάμεσα στα όρη Χάσια, Αντιχάσια και Κόζιακας, του νομού Τρικάλων, στο σημείο ακριβώς, όπου ο Πηνειός… …   Dictionary of Greek

  • γαριφαλιά ή γαρουφαλιά — Φυτό γνωστό με την επιστημονική ονομασία δίανθος ο πλατύφυλλος. Το άνθος του λέγεται γαρίφαλο, όπως και ο αρωματικός αποξηραμένος κάλυκας του τροπικού δέντρου καρυόφυλλος ο αρωματικός. Ο κάλυκας αυτός, που λέγεται και μοσχοκάρφι, χρησιμοποιείται… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»