-
1 δελέᾱμα
-
2 δελέαμα
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > δελέαμα
-
3 δελεάμασι
δελέαμαneut dat pl -
4 δελεάματα
δελέαμαneut nom /voc /acc pl -
5 δελεάματι
δελέαμαneut dat sg -
6 δελεάματος
δελέαμαneut gen sg -
7 δελέασμα
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > δελέασμα
См. также в других словарях:
δελέαμα — δελέαμα, το (Α) το δόλωμα. [ΕΤΥΜΟΛ. Μτγν. τ. αντί δελέασμα*] … Dictionary of Greek
δελεάμασι — δελέαμα neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δελεάματα — δελέαμα neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δελεάματι — δελέαμα neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δελεάματος — δελέαμα neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)