Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

δελέαμα

См. также в других словарях:

  • δελέαμα — δελέαμα, το (Α) το δόλωμα. [ΕΤΥΜΟΛ. Μτγν. τ. αντί δελέασμα*] …   Dictionary of Greek

  • δελεάμασι — δελέαμα neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δελεάματα — δελέαμα neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δελεάματι — δελέαμα neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δελεάματος — δελέαμα neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»