-
1 δεκτός
A to be received or accepled, acceptable, LXXIs.61.2, al., Ev.Luc.4.24; δεκτόν [ἐστι] it is an accepted principle, c. inf., Erot.Praef.II to be taken, understood, Phld.Rh.2.269 S.
См. также в других словарях:
ύπατος — Ρωμαϊκό αξίωμα. Βλ. λ. υπατεία. * * * (I) η, ο / ὕπατος, άτη, ον, ΝΜΑ, θηλ. και ος Α 1. υπέρτατος, ύψιστος, ανώτατος, μέγιστος (α. «ανήλθε στο ύπατο αξίωμα τής χώρας» β. «θεῶν ὕπατος», Ομ. Ιλ.) 2. το αρσ. ως ουσ. ο ύπατος·βλ. ύπατος (II) νεοελλ.… … Dictionary of Greek