Перевод: со всех языков на греческий

с греческого на все языки

δεκᾰ-ως

  • 61 равияться

    равия||ться
    1. (с кем-л.) εἶμαι ίσος, ίσοῦμαι:
    никто не может с ним \равиятьсяться κανένας δέν μπορεί νά τόν φθάσει· \равиятьсяться силами ἀναμετρώ τίς δυνάμεις (μου)·
    2. воен. ζυγίζομαι, ζυγώ, ζυ-γοῦμαι:
    \равиятьсяйсь! ζυγεΐτε!
    3. (о числах) ἰσοδυναμώ, (έξ)ισοθμαι:
    шесть и четыре \равиятьсяется десяти ἐξ καί τέσσερα ἰσον δέκα.

    Русско-новогреческий словарь > равияться

  • 62 семнадцатый

    семнадцатый
    числ. порядк. δέκατος Εβδομος:
    \семнадцатыйое января στίς δεκαεφτά τοῦ Γενάρη· \семнадцатыйая страница ἡ δέκατη ἐβδομη σελίδα· \семнадцатый год τό χίλια ἐννιακόσια δέκα ἐπτά.

    Русско-новогреческий словарь > семнадцатый

  • 63 семнадцать

    семнадцать
    числ. колич. δέκα ἐπτά.

    Русско-новогреческий словарь > семнадцать

  • 64 синица

    сини́ц||а
    ж ὁ καλόγηρος· ◊ не сули журавля в небе, дай \синицау в ру́ки посл. κάλλιο πέντε καί στό χέρι παρά δέκα καί καρτερεί.

    Русско-новогреческий словарь > синица

  • 65 сулить

    сулить
    несов разг ὑπόσχομαι, τάζω:
    \сулить золотые горы τάζω λαγούς μέ πετραχήλια· ◊ не сули́ журавля в небе, дай синицу в ру́ки посл. κάλλιο πέντε καί στό χέρι παρά δέκα καί καρτέρι.

    Русско-новогреческий словарь > сулить

  • 66 тепло

    тепл||о I
    с ἡ ζέστη, ἡ ζεστασιά, ἡ θερμότητα:
    количество \теплоа τό ποσό θερμό-τητος· сегодня десять градусов \теплоа ἡ θερμοκρασία εἶναι σήμερα δέκα βαθμοί πάνω ἀπό τό μηδέν сидеть в \теплое κάθομαι στή ζεστασιά.
    тепло II
    1. нареч ζεστά/ перен θερμά, ἐνθερμα, ἐγκάρδια:
    одеваться \тепло ντύνομαι ζεστά· \тепло встретить кого-л. ὑποδέχομαι κάποιον θερμά·
    2. предик безл κάνει ζέστη/ αἰσθάνομαι θαλπωρή, νοιώθω ζεστασιά:
    в комнате \тепло στό δωμάτιο κάνει ζέστη· сегодня \тепло σήμερα εἶναι ζεστή μέρα· мне \тепло ζεσταίνομαι.

    Русско-новогреческий словарь > тепло

  • 67 торговать

    торг||овать
    несов
    1. ἐμπορεύομαι, κάνω ἐμπόριο, συναλλάσσομαι:
    \торговать оптом и в розницу πουλώ χονδρικώς καί λιανικώς· магазин \торговатьу́ет до десяти́ вечера τό κατάστημα ἐργάζεται ὡς τίς δέκα μ.μ.·
    2. (прицениваться) κάνω παζάρια \торговатьоваться (с кем-л.) παζαρεύω μέ κάποιον.

    Русско-новогреческий словарь > торговать

  • 68 тысяча

    тысяч||а
    1. числ. колич. (τό) χίλια, ἡ χιλιάδα [-άς]:
    \тысяча девятьсот шестьдесят четвертый год τό ἔτος χίλια ἐννιακόσια ἐξήντα τέσσερα· \тысяча человек χίλιοι ἀνθρωποι· десять тысяч солдат δέκα χιλιάδες στρατιώτες·
    2. ж (множество) χίλια, χιλιάδες:
    \тысяча забот χίλιες φροντίδες· в \тысячау раз лу́чше χίλιες φορές καλλίτερα· в \тысячау раз больше χίλιες φορές μεγαλύτερα.

    Русско-новогреческий словарь > тысяча

  • 69 умножать

    умнож||ать
    несов
    1. (увеличивать) αὐξάνω (μβτ.), πληθαίνω (μετ.), πληθύνω, μεγαλώνω (μετ.)·
    2. мат πολλαπλασιάζω:
    \умножать десять на пять πολλαπλασιάζω δέκα ἐπί πέντε.

    Русско-новогреческий словарь > умножать

  • 70 четырнадцать

    четырнадцать
    числ. колич. δέκα τέσσερα.

    Русско-новогреческий словарь > четырнадцать

  • 71 шестнадцать

    шестнадцать
    числит, колич. δέκα §ξ, δεκαέξη.

    Русско-новогреческий словарь > шестнадцать

  • 72 штука

    шту́к||а
    ж
    1. τό κομμάτι, τό τεμάχιο[ν]:
    десять штук яблок δέκα μήλα·
    2. (выходка) разг τό κόλπο, ἡ δουλειά:
    вот так \штука! τώρα μάλιστα!· выкидывать \штукаи σκαρώνω δουλειές·
    3. (предмет, явление) разг τό πράμα, τό πραγμα:
    что за \штука? τί πρᾶ(γ)μα εἶναι αὐτό;· нехитрая \штука εἶναι ἀπλό·
    4. (кусок ткани и т. п.) τό τόπι:
    \штука полотна τό τόπι ὑφάσματος· ◊ сразу видно, что он за \штука! ἀπό τά μοῦ-тра του φαίνεται τί σόϊ ἄνθρωπος εἶναι!· в том-то ἡ \штука! ἀμ· ἐδῶ εἶναι τό ζήτημα!

    Русско-новогреческий словарь > штука

  • 73 dime

    (the tenth part of a dollar; 10 cents.) δέκα σεντ

    English-Greek dictionary > dime

  • 74 ten-

    (having ten (of something): a ten-pound fine.) δέκα-

    English-Greek dictionary > ten-

  • 75 гривенник

    [γκρίβιννικ] ουσ. α. δεκάρα, τα δέκα καπίκια

    Русско-греческий новый словарь > гривенник

  • 76 десятеро

    [ντιέσιτιρα] οφιθμ. τα δέκα πρόσωπα

    Русско-греческий новый словарь > десятеро

  • 77 десятеро

    [ντιέσιτιρα] οφιθμ. τα δέκα πρόσωπα

    Русско-греческий новый словарь > десятеро

  • 78 десять

    [ντιέσιτ'] οφιθμ. δέκα

    Русско-греческий новый словарь > десять

  • 79 четырнадцать

    [τσιτύρνατσατ'] αριθμ. δέκα τέσσερα

    Русско-греческий новый словарь > четырнадцать

  • 80 гривенник

    [γκρίβιννικ] ουσ α δεκάρα, τα δέκα καπίκια

    Русско-эллинский словарь > гривенник

См. также в других словарях:

  • δέκα — ten indeclform (numeral) δέκᾱ , δεκάω pres imperat act 2nd sg δέκᾱ , δεκάω imperf ind act 3rd sg (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δέκα — Άκλιτο, απόλυτο αριθμητικό (10). δέκα . Πρώτο συνθετικό λέξεων, που χρησιμοποιείται για τον σχηματισμό πολλαπλών μονάδων, των οποίων η πολλαπλότητα είναι ίση με 10. Συμβολίζεται διεθνώς με da (π.χ. 1 dam = 10 μ.). Στην οργανική χημεία, ως πρώτο… …   Dictionary of Greek

  • δέκα — άκλ. αριθμ. απόλυτο, άθροισμα μονάδων όσα είναι τα δάχτυλα των δύο χεριών: Δέκα εντολές …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • δεκά — δεκάς company of ten fem voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Δέκα μέτρα καὶ ἕν τέμνε. — См. Десятью примерь, однова отрежь …   Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)

  • Δέκα πληγές του Φαραώ — Ονομασία ισάριθμων υπερφυσικών γεγονότων που, όπως αναφέρει η Παλαιά Διαθήκη, συντελέστηκαν στην Αίγυπτο για να αποδειχτεί η ανωτερότητα του θεού των Ισραηλιτών. Οι θεομηνίες αυτές είναι: 1) τα νερά του Νείλου μετατράπηκαν σε αίμα, τα ψάρια… …   Dictionary of Greek

  • Άγιοι Δέκα — I Μάρτυρες των οποίων τη μνήμη τιμά η Ανατ. Ορθόδοξη Εκκλησία στις 23 Δεκεμβρίου. Μαρτύρησαν κατά τον διωγμό του Δεκίου στη Γόρτυνα της Κρήτης το 250. Από αυτούς πήρε το όνομά του το χωριό Ά.Δ. και o βυζαντινός ναός που χτίστηκε στη θέση που… …   Dictionary of Greek

  • Μωρὸς ῥίψει λίθον εἰς φρέαρ, καὶ δέκα φρόνιμοι τοῦτον οὐκ ἀνελκύσουσι. — См. Дурак в воду кинет камень, а десять умных не вынут …   Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)

  • Μάρτυρες, Δέκα οι εν Κρήτη — Πρόκειται για τους Θεόδουλο, Σατορίνο, Εύπορο, Γελάσιο, Ευνικιανό, Ζωτικό, Πόντιο, Αγαθόπουλο, Βασιλίδη και Ευάρεστο, οι οποίοι μαρτύρησαν στην Κρήτη επί Δεκίου (249 251) με αποκεφαλισμό. Η μνήμη τους τιμάται στις 23 Δεκεμβρίου …   Dictionary of Greek

  • δεκάσας — δεκά̱σᾱς , δεκάω pres part act fem acc pl (doric) δεκά̱σᾱς , δεκάω pres part act fem gen sg (doric) δεκά̱σᾱς , δεκάω aor part act masc nom/voc sg (attic epic doric ionic aeolic) δεκά̱σᾱς , δεκάζω bribe fut part act fem acc pl (doric)… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δεκάσαι — δεκά̱σᾱͅ , δεκάω pres part act fem dat sg (doric) δεκά̱σαῑ , δεκάω aor opt act 3rd sg (doric aeolic) δεκά̱σᾱͅ , δεκάζω bribe fut part act fem dat sg (doric) δεκάζω bribe aor inf act δεκάσαῑ , δεκάζω bribe aor opt act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»