Перевод: со всех языков на французский

с французского на все языки

δεκᾰ-ως

  • 1 δέκα

    dix

    Ελληνικό-Γαλλικό λεξικό > δέκα

  • 2 decem

    decem, inv.    - [gr]gr. δέκα. [st1]1 [-] dix.    - ad hominum milia decem, Caes. BG. 1, 4: environ dix mille hommes.    - fundi decem et tres, Cic. Rosc. Am. 7, 20: treize propriétés.    - decem novem cohortes, Tac. H. 2, 58: dix-neuf cohortes.    - decem primi: c. decemprimi. [st1]2 [-] dix, un nombre indéterminé.    - Plaut. Bac. 1, 2, 20; id. Merc. 2, 3, 11; Hor. Ep. 1, 18, 25.
    * * *
    decem, inv.    - [gr]gr. δέκα. [st1]1 [-] dix.    - ad hominum milia decem, Caes. BG. 1, 4: environ dix mille hommes.    - fundi decem et tres, Cic. Rosc. Am. 7, 20: treize propriétés.    - decem novem cohortes, Tac. H. 2, 58: dix-neuf cohortes.    - decem primi: c. decemprimi. [st1]2 [-] dix, un nombre indéterminé.    - Plaut. Bac. 1, 2, 20; id. Merc. 2, 3, 11; Hor. Ep. 1, 18, 25.
    * * *
        Decem, Numerale indeclinabile. Dix.
    \
        Decem septem numero. Caes. Dixsept.
    \
        Decem nouem. Caesar. Dixneuf.

    Dictionarium latinogallicum > decem

См. также в других словарях:

  • δέκα — ten indeclform (numeral) δέκᾱ , δεκάω pres imperat act 2nd sg δέκᾱ , δεκάω imperf ind act 3rd sg (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δέκα — Άκλιτο, απόλυτο αριθμητικό (10). δέκα . Πρώτο συνθετικό λέξεων, που χρησιμοποιείται για τον σχηματισμό πολλαπλών μονάδων, των οποίων η πολλαπλότητα είναι ίση με 10. Συμβολίζεται διεθνώς με da (π.χ. 1 dam = 10 μ.). Στην οργανική χημεία, ως πρώτο… …   Dictionary of Greek

  • δέκα — άκλ. αριθμ. απόλυτο, άθροισμα μονάδων όσα είναι τα δάχτυλα των δύο χεριών: Δέκα εντολές …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • δεκά — δεκάς company of ten fem voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Δέκα μέτρα καὶ ἕν τέμνε. — См. Десятью примерь, однова отрежь …   Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)

  • Δέκα πληγές του Φαραώ — Ονομασία ισάριθμων υπερφυσικών γεγονότων που, όπως αναφέρει η Παλαιά Διαθήκη, συντελέστηκαν στην Αίγυπτο για να αποδειχτεί η ανωτερότητα του θεού των Ισραηλιτών. Οι θεομηνίες αυτές είναι: 1) τα νερά του Νείλου μετατράπηκαν σε αίμα, τα ψάρια… …   Dictionary of Greek

  • Άγιοι Δέκα — I Μάρτυρες των οποίων τη μνήμη τιμά η Ανατ. Ορθόδοξη Εκκλησία στις 23 Δεκεμβρίου. Μαρτύρησαν κατά τον διωγμό του Δεκίου στη Γόρτυνα της Κρήτης το 250. Από αυτούς πήρε το όνομά του το χωριό Ά.Δ. και o βυζαντινός ναός που χτίστηκε στη θέση που… …   Dictionary of Greek

  • Μωρὸς ῥίψει λίθον εἰς φρέαρ, καὶ δέκα φρόνιμοι τοῦτον οὐκ ἀνελκύσουσι. — См. Дурак в воду кинет камень, а десять умных не вынут …   Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)

  • Μάρτυρες, Δέκα οι εν Κρήτη — Πρόκειται για τους Θεόδουλο, Σατορίνο, Εύπορο, Γελάσιο, Ευνικιανό, Ζωτικό, Πόντιο, Αγαθόπουλο, Βασιλίδη και Ευάρεστο, οι οποίοι μαρτύρησαν στην Κρήτη επί Δεκίου (249 251) με αποκεφαλισμό. Η μνήμη τους τιμάται στις 23 Δεκεμβρίου …   Dictionary of Greek

  • δεκάσας — δεκά̱σᾱς , δεκάω pres part act fem acc pl (doric) δεκά̱σᾱς , δεκάω pres part act fem gen sg (doric) δεκά̱σᾱς , δεκάω aor part act masc nom/voc sg (attic epic doric ionic aeolic) δεκά̱σᾱς , δεκάζω bribe fut part act fem acc pl (doric)… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δεκάσαι — δεκά̱σᾱͅ , δεκάω pres part act fem dat sg (doric) δεκά̱σαῑ , δεκάω aor opt act 3rd sg (doric aeolic) δεκά̱σᾱͅ , δεκάζω bribe fut part act fem dat sg (doric) δεκάζω bribe aor inf act δεκάσαῑ , δεκάζω bribe aor opt act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»