-
1 δεκαπλόος
A = δεκαπλάσιος, D.24.83;τὸ γνωσθὲν ἀποτίνεται δ. Arist. Ath.54.2
, cf. Hyp.Dem.Fr.7: also in fem.ἀποτεισάτω δεκαπλόαν IG5(1).1421.13
(Cyparissia, iv/iii B.C.).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > δεκαπλόος
-
2 δεκαπλοος
См. также в других словарях:
πλοίο — Με τον όρο αυτό υποδηλώνεται γενικά κάθε αυτοκινούμενο πλωτό μέσο, που έχει διαστάσεις μεγαλύτερες από της λέμβου και προορίζεται για εμπορικούς (κυρίως μεταφορά εμπορευμάτων και επιβατών), πολεμικούς (επιφανειακές και υποβρύχιες πολεμικές… … Dictionary of Greek