-
1 δεκαπλόος
A = δεκαπλάσιος, D.24.83;τὸ γνωσθὲν ἀποτίνεται δ. Arist. Ath.54.2
, cf. Hyp.Dem.Fr.7: also in fem.ἀποτεισάτω δεκαπλόαν IG5(1).1421.13
(Cyparissia, iv/iii B.C.).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > δεκαπλόος
См. также в других словарях:
δεκαπλός — ή, ό (AM δεκαπλοῡς, η, ουν) ο δεκαπλάσιος. [ΕΤΥΜΟΛ. < δέκα + πλους* (για το β συνθετικό πρβλ. α πλούς, τρι πλούς)] … Dictionary of Greek
πλοίο — Με τον όρο αυτό υποδηλώνεται γενικά κάθε αυτοκινούμενο πλωτό μέσο, που έχει διαστάσεις μεγαλύτερες από της λέμβου και προορίζεται για εμπορικούς (κυρίως μεταφορά εμπορευμάτων και επιβατών), πολεμικούς (επιφανειακές και υποβρύχιες πολεμικές… … Dictionary of Greek
ευθυπλοΐα — η (Α εὐθύπλοια) [ευθύπλους] ο κατ ευθείαν πλους, η πλεύση σε ευθεία γραμμή («αἱ τοῡ Τάγου ἐκβολαὶ πλησίον, ἐφ᾿ ἅς εὐθυπλοίᾳ... στάδιοι δ εἰσὶ δέκα», Στράβ.) … Dictionary of Greek
τοσαπλούς — ή, oῡν, Μ ο τοσαπλασίων*. [ΕΤΥΜΟΛ. < τόσος + πλους (βλ. λ. πλος). Η μορφή τού α συνθετικού είναι αναλογική προς τα επτα , δεκα ] … Dictionary of Greek