-
1 δεκατη-μόριον
δεκατη-μόριον, τό, der zehnte Theil, Plat. Legg. XI, 924 a.
-
2 πεντε-και-δεκατη-μόριον
πεντε-και-δεκατη-μόριον, τό, der funfzehnte Theil, Hippocr.
Griechisch-deutsches Handwörterbuch > πεντε-και-δεκατη-μόριον
-
3 δω-δεκατη-μόριον
δω-δεκατη-μόριον, τό, das Zwölftheil, Plat. Legg. VIII, 843 d, u. öfter; Sp., wie Man. 4, 167, haben adj. - μόριος, = in zwölf Theile getheilt.
-
4 ἑν-δεκατη-μόριον
ἑν-δεκατη-μόριον, τό, der elfte Theil.
-
5 δεκατημόριον
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > δεκατημόριον
-
6 δωδεκατημόριον
δω-δεκατη-μόριον, τό, das Zwölfteil; adj. - μόριος, = in zwölf Teile geteilt -
7 ἑνδεκατημόριον
ἑν-δεκατη-μόριον, τό, der elfte Teil -
8 πεντεκαιδεκατημόριον
πεντε-και-δεκατη-μόριον, τό, der fünfzehnte Teil
См. также в других словарях:
ογδοημόριον — ὀγδοημόριον και ὀγδοήμορον, τὸ (Α) το ένα όγδοο. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὄγδοος + μόριον (πρβλ. δεκατη μόριον, τριτη μόριον). Το η τού τ. οφείλεται σε μετρικούς λόγους] … Dictionary of Greek
πεμπτημόριο — το / πεμπτημόριον, ΝΑ το ένα από τα πέντε ίσα μέρη στα οποία έχει διαιρεθεί ένα όλον, το ένα πέμπτο. [ΕΤΥΜΟΛ. < πέμπτος + μόριον κατά τα δεκατη μόριον, τεταρτη μόριον] … Dictionary of Greek
πολλοστημόριος — ο / πολλοστημόριος, ον, ΝΑ το ουδ. ως ουσ. το πολλοστημόριο(ν) το ελάχιστο, το μικρότατο μέρος ενός όλου («οὐδὲ πολλοστημόριον τοῡτο ὧν σε δεῑ παθεῑν», Λουκιαν.) αρχ. ο πολλές φορές μικρότερος («πολλαπλάσιον ἤ πολλοστημόριον τοῡ πρότερον»,… … Dictionary of Greek
ποστημόριον — τὸ, Α μέρος, κλάσμα από κάτι. [ΕΤΥΜΟΛ. < ποστός + μόριον (πρβλ. < δεκατη μόριον, τεταρτη μόριον). Το η τού τ. οφείλεται σε ανομοίωση προς αποφυγή τών συνεχόμενων βραχειών συλλαβών] … Dictionary of Greek
τεταρτημόριο — το / τεταρτημόριον, ΝΑ, και συντετμημένος τ. ταρτημόριον και δωρ. τ. ταρταμόριον Α 1. το ένα από τα τέσσερα ίσα μέρη στα οποία έχει διαιρεθεί ένα όλο 2. μαθημ. καθένας από τους τέσσερεις ίσους τομείς στους οποίους διαιρούν την επιφάνεια ενός… … Dictionary of Greek
μυριοστημόριο — το (Α μυριοστημόριον) το μυριοστό, δηλαδή το ένα δεκάκις χιλιοστό ενός πράγματος νεοελλ. (γενικά) πάρα πολύ μικρό τμήμα, ελάχιστο μέρος. [ΕΤΥΜΟΛ. < μυριοστός + μόριον (πρβλ. δεκατη μόριο, τεταρτη μόριο). To η οφείλεται σε ανομοίωση προς… … Dictionary of Greek