-
1 δεκωρυγος
-
2 δεκοργυιος
См. также в других словарях:
δεκώρυγος — δεκώρυγος, ον (Α) όποιος έχει δέκα οργιές μήκος. [ΕΤΥΜΟΛ. < δέκα + ωρυγος, παράλληλος τ. τού οργυιος < όργυια* «η οργυιά», με μη αιτιολογούμενη μετάθεση (πρβλ. πεντ ώρυγος), ενώ το ω οφείλεται στον νόμο τής εκτάσεως εν συνθέσει (πρβλ. αν… … Dictionary of Greek
δεκώρυγα — δεκώρυγος ten fathoms long neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δέκα — Άκλιτο, απόλυτο αριθμητικό (10). δέκα . Πρώτο συνθετικό λέξεων, που χρησιμοποιείται για τον σχηματισμό πολλαπλών μονάδων, των οποίων η πολλαπλότητα είναι ίση με 10. Συμβολίζεται διεθνώς με da (π.χ. 1 dam = 10 μ.). Στην οργανική χημεία, ως πρώτο… … Dictionary of Greek
reĝ-1 — reĝ 1 English meaning: right, just, to make right; king Deutsche Übersetzung: “gerade, gerade richten, lenken, recken, strecken, aufrichten” (also unterstũtzend, helfend); direction, line (Spur, Geleise) under likewise… … Proto-Indo-European etymological dictionary