1 δεκετις
Древнегреческо-русский словарь > δεκετις
δεκέτις — δεκέτης lasting ten years fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δεκέτης — δεκέτης, ο (θηλ. δεκέτις, η) (Α) ο δεκαετής. [ΕΤΥΜΟΛ. < δέκα + ετης < έτος (πρβλ. τριετής)] … Dictionary of Greek