Перевод: с греческого на русский

с русского на греческий

δεκέτηρος

См. также в других словарях:

  • δεκέτηρος — δεκέτηρος, ον (Α) ο δεκετηρικός. [ΕΤΥΜΟΛ. < δέκα + ετ ηρος (πρβλ. τρι έτηρος)] …   Dictionary of Greek

  • δεκέτηρος — masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δεκέτηρον — δεκέτηρος masc/fem acc sg δεκέτηρος neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δέκα — Άκλιτο, απόλυτο αριθμητικό (10). δέκα . Πρώτο συνθετικό λέξεων, που χρησιμοποιείται για τον σχηματισμό πολλαπλών μονάδων, των οποίων η πολλαπλότητα είναι ίση με 10. Συμβολίζεται διεθνώς με da (π.χ. 1 dam = 10 μ.). Στην οργανική χημεία, ως πρώτο… …   Dictionary of Greek

  • δεκετηρίς — δεκετηρίς, η (Α) [δεκέτηρος] 1. περίοδος δέκα ετών 2. (λατ. decennaria) γιορτή τών Ρωμαίων αυτοκρατόρων για τη διάνυση δεκαετίας στην εξουσία …   Dictionary of Greek

  • διετηρίς — διετηρίς, η (Α) διετία*. [ΕΤΥΜΟΛ. < δι (< δύο) + ετηρίς < ετηρος < έτος (πρβλ. δεκέτηρος, πεντέτηρος)] …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»