Перевод: с греческого на русский

с русского на греческий

δεκάρχης

См. также в других словарях:

  • δεκάρχης — decurion masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δεκάρχης — ο (AM δεκάρχης) ο επικεφαλής δέκα ανδρών νεοελλ. βαθμοφόρος τού σώματος τής τελωνοφυλακής αρχ. (λατ. decemvir) ένας από το σώμα τών δεκάνδρων …   Dictionary of Greek

  • δεκάρχαι — δεκάρχης decurion masc nom/voc pl δεκάρχᾱͅ , δεκάρχης decurion masc dat sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δεκαρχῶν — δεκάρχης decurion masc gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δεκάρχαις — δεκάρχης decurion masc dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δεκάρχην — δεκάρχης decurion masc acc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δεκάρχου — δεκάρχης decurion masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δεκάρχῃ — δεκάρχης decurion masc dat sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δεκάρχας — δεκάρχᾱς , δεκάρχης decurion masc acc pl δεκάρχᾱς , δεκάρχης decurion masc nom sg (epic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • -άρχης — [ΕΤΥΜΟΛ. Β συνθετικό λέξεων όλων των περιόδων της ελληνικής γλώσσας (Αρχαίας, Μεσαιωνικής, Νεοελληνικής) που προέρχεται από το ρ. άρχω και εμφανίζει σημαντική παραγωγική δύναμη. Σύνθετες λέξεις της Αρχαίας σε άρχης επιδίδουν κυρίως στην Ιωνική… …   Dictionary of Greek

  • δέκα — Άκλιτο, απόλυτο αριθμητικό (10). δέκα . Πρώτο συνθετικό λέξεων, που χρησιμοποιείται για τον σχηματισμό πολλαπλών μονάδων, των οποίων η πολλαπλότητα είναι ίση με 10. Συμβολίζεται διεθνώς με da (π.χ. 1 dam = 10 μ.). Στην οργανική χημεία, ως πρώτο… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»