-
1 δεκαμφορος
См. также в других словарях:
δεκάμφορος — δεκάμφορος, ον (Α) αυτός που έχει περιεκτικότητα όση δέκα αμφορείς … Dictionary of Greek
δεκάμφορον — δεκάμφορος holding ten masc/fem acc sg δεκάμφορος holding ten neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)