-
1 δεκαδαρχος
-
2 δεκάδαρχος
δεκάδαρχοςcommander of ten men: masc nom sg -
3 δεκάδαρχος
-ου ὁ N 2 3-0-0-0-1=4 Ex 18,21.25; Dt 1,15; 1 Mc 3,55 -
4 δεκάδαρχος
δεκᾰδαρχ-ος, ὁ,A = δεκάρχης, commander of ten men, X.Cyr.8.1.14, Plb.6.25.2, Arr.Tact. 42.1, LXXEx.18.21,25, De.1.15, 1 Ma.3.55.II = Lat. decemvir, D.H.10.60.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > δεκάδαρχος
-
5 δεκαδάρχης
δεκάδαρχος ο десятник -
6 δεκαδάρχοις
δεκάδαρχοςcommander of ten men: masc dat pl -
7 δεκαδάρχου
δεκάδαρχοςcommander of ten men: masc gen sgδεκαδάρχηςdecurio: masc gen sg -
8 δεκαδάρχους
δεκάδαρχοςcommander of ten men: masc acc pl -
9 δεκαδάρχων
δεκάδαρχοςcommander of ten men: masc gen pl -
10 δεκάδαρχοι
δεκάδαρχοςcommander of ten men: masc nom /voc pl -
11 δεκαρχης
-
12 δεκαδ-άρχης
δεκαδ-άρχης, ὁ, seltenere Form für δεκάδαρχος, bes. Sp.
-
13 δεκ-άρχης
-
14 δεκαδάρχω
-
15 δεκαδάρχῳ
-
16 δεκαδαρχέω
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > δεκαδαρχέω
-
17 δεκαδάρχης
A decurio, J.BJ2.20.7, Arr.An.7.23.3, IGRom.4.1221 ([place name] Thyatira), BGU81.2 (ii A.D.), PHamb.10.1 (ii A.D.).II -άρχαι, οἱ, with or without θεοί, name of an order of divine beings, Herm.in Phdr.p.134A., Dam.Pr. 351.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > δεκαδάρχης
См. также в других словарях:
δεκάδαρχος — και δεκαδάρχης, ο (Α) 1. ο δέκαρχος, ο επικεφαλής δέκα ανδρών 2. ένας από τους δέκα άρχοντες τής Ρώμης 3. τελώνης … Dictionary of Greek
δεκάδαρχος — commander of ten men masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δεκαδάρχοις — δεκάδαρχος commander of ten men masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δεκαδάρχου — δεκάδαρχος commander of ten men masc gen sg δεκαδάρχης decurio masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δεκαδάρχους — δεκάδαρχος commander of ten men masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δεκαδάρχων — δεκάδαρχος commander of ten men masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δεκαδάρχῳ — δεκάδαρχος commander of ten men masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δεκάδαρχοι — δεκάδαρχος commander of ten men masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δέκα — Άκλιτο, απόλυτο αριθμητικό (10). δέκα . Πρώτο συνθετικό λέξεων, που χρησιμοποιείται για τον σχηματισμό πολλαπλών μονάδων, των οποίων η πολλαπλότητα είναι ίση με 10. Συμβολίζεται διεθνώς με da (π.χ. 1 dam = 10 μ.). Στην οργανική χημεία, ως πρώτο… … Dictionary of Greek
δεκαδάρχης — ο βλ. δεκάδαρχος … Dictionary of Greek
δεκαδαρχώ — δεκαδαρχῶ ( έω) (Α) είμαι δεκάδαρχος … Dictionary of Greek