-
1 δεκαέτηρος
A ten-yearly: χρόνος δ. a space of ten years. Pl.Lg. 772b codd.:— fem. [suff] δεκα-ετηρὶςπανήγυρις D.C.57.24
: more freq. as Subst., period of ten years, prob. in Pl.l.c., Vett. Val.252.9, OGI722 (Egypt, iv A.D.):— also [suff] δεκα-ετηρία, ἡ, title of Orphic work, Suid.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > δεκαέτηρος
См. также в других словарях:
ευετηρία — εὐετηρία, ἡ (Α) 1. καλό έτος, καλή χρονιά, καλή σοδειά (α. «ὅτι ὁ σῑτος ἐν τῇ πόλει πολὺς εἴη, εὐετηρίας γενομένης τῷ πρόσθεν ἔτει», Ξεν. β. «τῶν δὲ προβάτων ἐὰν μὲν τὰ πρεσβύτερα ὁρμᾷ πρὸς τὴν ὀχείαν, φασὶν οἱ ποιμένες σημεῑον εὐετηρίας εἶναι… … Dictionary of Greek
πενταετηρία — ἡ, Α χρονική περίοδος πέντε ετών, πενταετία. [ΕΤΥΜΟΛ. < πεντα * + ετηρία (< ἔτος), πρβλ. δεκα ετηρία] … Dictionary of Greek
τετραετηρία — ἡ, Α χρονική περίοδος τεσσάρων ετών. [ΕΤΥΜΟΛ. < τετρ(α) * + ετηρία (< ἔτος), πρβλ. δεκα ετηρία] … Dictionary of Greek