-
1 δεκαταλαντος
-
2 δεκατάλαντος
δεκατάλαντοςweighing: masc /fem nom sg -
3 δεκατάλαντος
δεκᾰτᾰλαντ-ος, ον,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > δεκατάλαντος
-
4 δεκατάλαντον
δεκατάλαντοςweighing: masc /fem acc sgδεκατάλαντοςweighing: neut nom /voc /acc sg -
5 δεκαταλάντους
δεκατάλαντοςweighing: masc /fem acc pl -
6 ολκη
ἥ [ἕλκω]1) тяга, таскание(τοῦ καλωδίου Arst.; ἀρότρου Sext.; sc. πλοκάμου Aesch.)
ἀπὸ μιᾶς ὁλκῆς Arst. — одним рывком;περὴ λόγων ὁ. Plat. — подтаскивание слов, т.е. игра словами2) притягивание, увлекание(ὁ. καὴ ἀγωγέ παίδων πρός τι Plat.)
3) втягивание(πνεύματος Arst.)
4) притяжение, влечение, тяготение, притягательная сила(τῆς ὁμοιότητος Plat.)
5) тяжесть, вес(λίθος δεκατάλαντος ὁλκήν Plut.)
6) (весовая) драхма Sext. -
7 πεντεκαιδεκατάλαντος
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > πεντεκαιδεκατάλαντος
См. также в других словарях:
δεκατάλαντος — δεκατάλαντος, ον (AM) όποιος έχει βάρος ή αξία δέκα ταλάντων αρχ. φρ. «δεκατάλαντος δίκη» διαδικασία κατά την οποία η ζημία οριζόταν σε δέκα τάλαντα … Dictionary of Greek
δεκατάλαντος — weighing masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δεκατάλαντον — δεκατάλαντος weighing masc/fem acc sg δεκατάλαντος weighing neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δεκαταλάντους — δεκατάλαντος weighing masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δέκα — Άκλιτο, απόλυτο αριθμητικό (10). δέκα . Πρώτο συνθετικό λέξεων, που χρησιμοποιείται για τον σχηματισμό πολλαπλών μονάδων, των οποίων η πολλαπλότητα είναι ίση με 10. Συμβολίζεται διεθνώς με da (π.χ. 1 dam = 10 μ.). Στην οργανική χημεία, ως πρώτο… … Dictionary of Greek
υπερδεκατάλαντος — ον, Α αυτός που στοιχίζει περισσότερο από δέκα τάλαντα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπερ * + δεκατάλαντος «αυτός που ζυγίζει ή αξίζει δέκα τάλαντα»] … Dictionary of Greek