Перевод: с греческого на русский

с русского на греческий

δεκατάλαντος

См. также в других словарях:

  • δεκατάλαντος — δεκατάλαντος, ον (AM) όποιος έχει βάρος ή αξία δέκα ταλάντων αρχ. φρ. «δεκατάλαντος δίκη» διαδικασία κατά την οποία η ζημία οριζόταν σε δέκα τάλαντα …   Dictionary of Greek

  • δεκατάλαντος — weighing masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δεκατάλαντον — δεκατάλαντος weighing masc/fem acc sg δεκατάλαντος weighing neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δεκαταλάντους — δεκατάλαντος weighing masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δέκα — Άκλιτο, απόλυτο αριθμητικό (10). δέκα . Πρώτο συνθετικό λέξεων, που χρησιμοποιείται για τον σχηματισμό πολλαπλών μονάδων, των οποίων η πολλαπλότητα είναι ίση με 10. Συμβολίζεται διεθνώς με da (π.χ. 1 dam = 10 μ.). Στην οργανική χημεία, ως πρώτο… …   Dictionary of Greek

  • υπερδεκατάλαντος — ον, Α αυτός που στοιχίζει περισσότερο από δέκα τάλαντα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπερ * + δεκατάλαντος «αυτός που ζυγίζει ή αξίζει δέκα τάλαντα»] …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»