Перевод: с русского на греческий

с греческого на русский

δεκαέξι

См. также в других словарях:

  • δεκαέξι — και δεκάξι άκλ. απόλ. αριθμ.  δηλωτικό μιας δεκάδας και έξι μονάδων …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • δεκαέξι — και δεκάξι (AM δέκα ἕξ) σύνολο μιας δεκάδας και έξι μονάδων …   Dictionary of Greek

  • δεκαεξασέλιδος — η, ο 1. αυτός που έχει δεκαέξι σελίδες («δεκαεξασέλιδη ανακοίνωση») 2. το ουδ. ως ουσ. το δεκαεξασέλιδο ένα τυπογραφικό φύλλο, που διπλώνεται σε δεκαέξι σελίδες. [ΕΤΥΜΟΛ. < δεκαέξι + σελίς ( ίδος). Η λ. μαρτυρείται από το 1888 στην εφημερίδα… …   Dictionary of Greek

  • δεκαεξασύλλαβος — η, ο 1. αυτός που έχει δεκαέξι συλλαβές («λέξη δεκαεξασύλλαβη») 2. το αρσ. ως ουσ. δεκαεξασύλλαβος (στίχος) στίχος που αποτελείται από δεκαέξι συλλαβές, όπως «άλλαι μεν βουλαί ανθρώπων, άλλα δε Θεός κελεύει». [ΕΤΥΜΟΛ. < δεκαέξι + συλλαβή. Η λ …   Dictionary of Greek

  • συνεκκαίδεκα — Α 1. δεκαέξι μαζί 2. ανά δεκαέξι. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + ἐκκαίδεκα «δεκαέξι» (πρβλ. συν τρεῖς)] …   Dictionary of Greek

  • δεκαεξάκωπος — η, ο (για λέμβους) με δεκαέξι κουπιά. [ΕΤΥΜΟΛ. < δεκαέξι + κωπος < κώπη «κουπί». Η λ. μαρτυρείται από το 1889 στην εφημερίδα Ακρόπολις] …   Dictionary of Greek

  • δεκαεξάμηνος — ο 1. ηλικίας δεκαέξι μηνών 2. διάρκειας δεκαέξι μηνών …   Dictionary of Greek

  • εκκαιδεκαέτης — ἑκκαιδεκαέτης, ο (Α) 1. αυτός που έχει ηλικία δεκαέξι ετών, ο δεκαεξαετής 2. περίοδος που αποτελείται από δεκαέξι χρόνια, η δεκαεξαετία …   Dictionary of Greek

  • εξκαιδεκάκροτος — ἑξκαιδεκάκροτος, ον (Α) αυτός που έχει δεκαέξι κουπιά. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἕξ και δέκα «δεκαέξι» + κρότος «θόρυβος τών κουπιών, κουπιά»] …   Dictionary of Greek

  • ναφθένια — Κυκλικές οργανικές ενώσεις της τάξης των υδρογονανθράκων οι οποίες αντιστοιχούν στον γενικό τύπο CnH2n. Περιέχονται κυρίως στα πετρέλαια του Καυκάσου. Οι ενώσεις αυτές ονομάστηκαν ν. κατά το τέλος του περασμένου αιώνα από τον Ρώσο χημικό… …   Dictionary of Greek

  • Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής — Επίσημη ονομασία: Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής Συντομευμένη ονομασία: ΗΠΑ (USA) Έκταση: 9.629.091 τ. χλμ Πληθυσμός: 278.058.881 κάτ. (2001) Πρωτεύουσα: Ουάσινγκτον (6.068.996 κάτ. το 2002)Κράτος της Βόρειας Αμερικής. Συνορεύει στα Β με τον… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»