-
1 δεκά-φυιος
δεκά-φυιος, zehnfach, Callim. frg. 162.
-
2 δεκάφυιος
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > δεκάφυιος
См. также в других словарях:
δεκάφυιος — δεκάφυιος, ον (Α) ο δεκαπλάσιος. [ΕΤΥΜΟΛ. < δέκα + φυιος < φυή ή φύος < φύομαι (πρβλ. δίφυιος)] … Dictionary of Greek