-
1 δεκά-σχημος
δεκά-σχημος, zehn σχήματα habend, Plut.
-
2 δεκάσχημος
δεκά-σχημος, ον,A with ten forms, of certain verses, Ps.-Plu.Metr. p.471 B.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > δεκάσχημος
-
3 δεκασχημος
2стих. имеющий 10 видов, т.е. допускающий 10 комбинаций из двух спондеев и трех дактилей Plut.
См. также в других словарях:
πεντάσχημος — η, ο / πεντάσχημος, ον, ΝΑ νεοελλ. ο υπερβολικά άσχημος αρχ. αυτός που έχει πέντε διαφορετικά σχήματα ή μορφές. [ΕΤΥΜΟΛ. < πεντα * + σχημος (< σχῆμα), πρβλ. δεκά σχημος. Ο τ. με την νεοελλ. σημ. «υπερβολικά άσχημος» < πεντ με επιτ. σημ.… … Dictionary of Greek
τρίσχημος — ον, Α αυτός που εμφανίζεται με τρία σχήματα, τρίμορφος, τριπρόσωπος. [ΕΤΥΜΟΛ. < τρι * + σχημος (< σχῆμα), πρβλ. δεκά σχημος] … Dictionary of Greek