-
1 δεκάστεγος
δεκά-στεγος, ον,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > δεκάστεγος
См. также в других словарях:
τρίστεγος — ον, Α 1. τριώροφος («στοαὶ τρίστεγοι», Διον. Αλ.) 2. το ουδ. ως ουσ. τὸ τρίστεγον ο τρίτος όροφος. [ΕΤΥΜΟΛ. < τρι * + στεγος (< στέγη), πρβλ. δεκά στεγος] … Dictionary of Greek