-
1 δεκάμετρος
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > δεκάμετρος
См. также в других словарях:
τρεισκαιδεκάμετρος — και τρισκαιδεκάμετρος, ον, Α αυτός που αποτελείται από δεκατρία μέτρα. [ΕΤΥΜΟΛ. < τρεισκαίδεκα + μετρος (< μέτρον), πρβλ. δεκά μετρος] … Dictionary of Greek