-
1 δειρας
-
2 δερας
-
3 Καρυστιος
-
4 Κυλληνιος
-
5 πετρινος
-
6 πολυδειρας
-
7 χιονοκτυπος
См. также в других словарях:
Δειράς — ridge of a chain of hills nom sg Δειρά̱ς , Δειρής masc acc pl Δειρά̱ς , Δειρής masc nom sg (attic epic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δειράς — ridge of a chain of hills fem nom sg δειρά̱ς , δειρή neck fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δειράς — η (Α δειράς) κορυφογραμμή οροσειράς («οι δειράδες τού Ολύμπου», «ὑπὸ δειράσι νιφοβόλοις Παρνασσοῡ») αρχ. 1. (για ζώα) τράχηλος, λαιμός 2. φρ. «τέγγει δ ὑπ ὀφρύσι δειράδας» μουσκεύει με τα δάκρυα της τα κορφοβούνια για την απολιθωμένη μορφή τής… … Dictionary of Greek
δειρᾶς — δειρή neck fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δείρας — δείρᾱς , δέρω skin aor part act masc nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δειρά — δειράς ridge of a chain of hills fem voc sg δειρά̱ , δειρή neck fem nom/voc/acc dual δειρά̱ , δειρή neck fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δειράδα — δειράς ridge of a chain of hills fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δειράδας — δειράς ridge of a chain of hills fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δειράδες — δειράς ridge of a chain of hills fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δειράδι — δειράς ridge of a chain of hills fem dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δειράδος — δειράς ridge of a chain of hills fem gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)