-
1 δειπνοφορος
-
2 δειπνοφόρος
δειπνοφόροςcarrying meals: masc /fem nom sg -
3 δειπνοφόρος
δειπνο-φόρος, ον,II carrying meat-offerings, Lys.Fr.311S., Hyp.Fr.88, Plu.Thes.23, IG3.371.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > δειπνοφόρος
-
4 δειπνοφόρα
δειπνοφόροςcarrying meals: neut nom /voc /acc pl -
5 δειπνοφόροι
δειπνοφόροςcarrying meals: masc /fem nom /voc pl -
6 δειπνοφόρους
δειπνοφόροςcarrying meals: masc /fem acc pl
См. также в других словарях:
δειπνοφόρος — δειπνοφόρος, ον (Α) 1. (για πτηνά) αυτός που μεταφέρει (με το ράμφος) τροφή στη φωλιά του 2. αυτός που μεταφέρει εδέσματα ως προσφορές σε θεότητες. [ΕΤΥΜΟΛ. < δείπνον + φορος < φέρω] … Dictionary of Greek
δειπνοφόρος — carrying meals masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δειπνοφόρα — δειπνοφόρος carrying meals neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δειπνοφόροι — δειπνοφόρος carrying meals masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δειπνοφόρους — δειπνοφόρος carrying meals masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δείπνο — το και δείπνος, ο (AM δεῑπνον, το και δεῑπνος, ο) 1. το βραδινό φαγητό («κι ανέγνοιος εκοιμούντονε, το δείπνο να χωνέψει» «ἔχουσι γεῡμα θλιβερόν, δεῑπνον ὀνειδισμένον» «χωρεῑν ἐπὶ δεῑπνον») 2. η ώρα τού βραδινού φαγητού (α. «θα γυρίσουμε κατά το… … Dictionary of Greek
δειπνοφορία — δειπνοφορία, η (Α) [δειπνοφόρος] εορταστική πομπή και τελετουργική παράθεση δείπνου προς τιμήν τής Έρσης, τής Πανδρόσου και τής Αγλαύρου … Dictionary of Greek