Перевод: со всех языков на немецкий

с немецкого на все языки

δειπνητικός

См. также в других словарях:

  • δειπνητικός — δειπνητικός, ή, όν (Α) [δειπνητής] Ι. 1. ο φιλόδειπνος, αυτός που τού αρέσει να συμμετέχει σε δείπνα 2. φρ. «δειπνητικαὶ ἐπιστολαί» επιστολές με θέμα τη μαγειρική II. επίρρ. δειπνητικῶς σαν μάγειρας, με τη δεξιοτεχνία τού μάγειρα …   Dictionary of Greek

  • δειπνητικός — fond of dinner masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δειπνητικαί — δειπνητικός fond of dinner fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δειπνητικῶς — δειπνητικός fond of dinner adverbial …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»