Перевод: со всех языков на греческий

с греческого на все языки

δεινὸς+καὶ+σοφός

  • 1 Good

    adj.
    Of persons or things: P. and V. γαθός, χρηστός, καλός, σπουδαῖος, Ar. and V. ἐσθλός, V. κεδνός.
    Pious: P. and V. εὐσεβής, θεοσεβής, ὅσιος.
    Serviceable: P. and V. σύμφορος, χρήσιμος, πρόσφορος, Ar. and P. ὠφέλιμος, V. ὀνήσιμος, Ar. and V. ὠφελήσιμος.
    Be good ( serviceable): P. and V. συμφέρειν, ὠφελεῖν, Ar. and P. προὔργου εἶναι, V. ρήγειν; see be of use under use.
    Well born: P. and V. γενναῖος, εὐγενής, Ar. and V. ἐσθλός.
    Kind: P. and V. πρᾶος, ἤπιος, φιλάνθρωπος; see Kind.
    Skilful: P. and V. σοφός, δεινός, γαθός, ἄκρος.
    Good ( skilful) at: Ar. and P. δεινός (acc.), P. ἄκρος (gen. or εἰς, acc).
    Good at speaking: P. and V. δεινὸς λέγειν.
    Fit for food or drink: see Eatable, Drinkable.
    Favourable (of news, etc.), P. and V. καλός, V. κεδνός; see Auspicious.
    Considerable in amount, etc.: P. and V. μέτριος.
    So far so good: see under Far.
    Be any good, v.; see Avail.
    Do good to: see Benefit.
    Make good, confirm, v. trans.: P. βεβαιοῦν.
    Ratify: P. and V. κυροῦν, ἐπικυροῦν, ἐμπεδοῦν (Plat.). V. ἐχέγγυον ποιεῖν.
    Prove: P. and V. ἐλέγχειν, ἐξελέγχειν.
    Accomplish: see Accomplish.
    Make good (losses, etc.): P. and V. ἀναλαμβνειν, κεῖσθαι, ἰᾶσθαι, ἐξιᾶσθαι.
    For good and all: see for ever under ever.
    Resolve to have uttered for good and all the words you spoke concerning this woman: V. βούλου λόγους οὓς εἶπας εἰς τήνδʼ ἐμπέδως εἰρηκέναι (Soph., Trach. 486).
    ——————
    subs.
    Advantage: P. and V. ὄφελος, τό, ὄνησις, ἡ, ὠφέλεια, ἡ, Ar. and V. ὠφέλημα, τό, V. ὠφέλησις, ἡ.
    Gain, profit: P. and V. κέρδος, τό.
    I have tried all means and done no good: V. εἰς πᾶν ἀφῖγμαι κουδὲν εἴργασμαι πλέον (Eur., Hipp. 284).
    What good is this to me? V. καὶ τί μοι πλέον τόδε; (Eur., Ion. 1255).
    What good will it be to the dead? P. τί ἔσται πλέον τῷ γε ἀποθανόντι; (Ant. 140).
    For the good of: Ar. and P. ἐπʼ γαθῷ (gen. or dat.).
    The good ( in philosophical sense): P. τἀγαθόν, ἰδέα τἀγαθοῦ, ἡ.
    ——————
    interj.
    P. and V. εἶεν.
    Bravo: Ar. and P. εὖγε.

    Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Good

См. также в других словарях:

  • Ευστάθιος — I Όνομα ιστορικών προσώπων. 1. Νεοπλατωνικός φιλόσοφος (4ος αι.). Ήταν μαθητής των φιλοσόφων Ιάμβλιχου και Αιδέσιου, τον οποίο διαδέχτηκε στη διεύθυνση της σχολής. Ο Ε. διακρινόταν για τη δεινή ρητορική ικανότητά του και τη βαθιά μόρφωσή του.… …   Dictionary of Greek

  • Θεόδωρος — I Όνομα ιστορικών προσώπων της αρχαιότητας. 1. Θ. ο Σάμιος (6ος αι. π.Χ.). Γλύπτης και αρχιτέκτονας, γιος του Τηλεκλή. Επινόησε διάφορα όργανα και μαζί με τον Ροίκο επινόησαν την κατασκευή χυτών ορειχάλκινων αγαλμάτων. Έλαβε μέρος στην οικοδόμηση …   Dictionary of Greek

  • Αφθόνιος — Όνομα ιστορικών προσώπων. 1. Ένας από τους δώδεκα μαθητές του αιρετικού Μάνεντα (3ος αι. μ.Χ.). Ο Φιλοστόργιος αναφέρει γι’ αυτόν ότι ήταν σοφός και δεινός στον λόγο. Ο Αέτιος όμως από την Αντιόχεια συζήτησε δημόσια μαζί του και τόσο τον… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»