-
1 δεινό-πους
δεινό-πους, οδος, mit schrecklichem Fuße, Ἀρά, die schrecklich verfolgende Rachegöttin, Soph. O. R. 418.
См. также в других словарях:
στρογγυλόπους — ουν, Α αυτός που έχει στρογγυλά πόδια, στρογγυλούς άξονες («στρογγυλόπους δίφρος», επιγρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < στρογγύλος + πους (< πούς, ποδός), πρβλ. δεινό πους] … Dictionary of Greek