-
1 δειματηρός
δειματηρόςfearful: masc nom sg -
2 δειματηρός
A fearful, timid, A.D.Synt.189.25.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > δειματηρός
-
3 δεῖμα
Grammatical information: n.Meaning: `fear' (Il.).Derivatives: δειμαλέος `timid' ([Arist.] Phgn., Mosch.; cf. θαρσαλέος, σμερδαλέος etc.), δειματόεις (AP), δειματηρός (A. D.), δειματώδης (Aret.), Δειματίας surname of Zeus (D. H.), Δείμας PN (cf. Schwyzer 526 n. 5). Denomin. δειμαίνω `be afraid' (h. Ap.), δειματόομαι, - όω `get, make frightened' ' (Hdt.) with δειμάτωσις. - Often personified Δεῖμος `Fear' (Il.)Page in Frisk: 1,357Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > δεῖμα
См. также в других словарях:
δειματηρός — δειματηρός, ά, όν (Α) [δείμα] γεμάτος φόβο … Dictionary of Greek
δειματηρός — fearful masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
-ηρός — το επίθημα ηρός είναι το πιο διαδεδομένο από τα επιθήματα σε ρος τής Αρχαίας. Στον Όμηρο απαντά μικρός αριθμός επιθέτων σε ηρός αλλά στους μεταγενέστερους συγγραφείς ο αριθμός αυτός αυξάνεται σημαντικά. (Ήδη στον Ιπποκράτη απαντούν 20 νέα… … Dictionary of Greek
δείμα — δεῑμα, το (Α) 1. φόβος, τρόμος («δεῑμα φέρων Δαναοῑσι» προκαλώντας τρόμο στους Δαναούς) 2. ό,τι προκαλεί φόβο, φόβητρο («ἐκ δείματος τοῡ νυκτέρου» από τον νυχτερινό εφιάλτη) 3. φρ. «δειμάτων άχη» τρομερές συμφορές (ή τέρατα). [ΕΤΥΜΟΛ. < *δFεῑ… … Dictionary of Greek