-
1 δειμαλεος
-
2 δειμαλέος
-
3 δειμαλέος
δειμαλέοςtimid: masc nom sg -
4 δειμαλέος
II horrible, fearful, Batr. 287, cj. in Thgn.1128.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > δειμαλέος
-
5 δειμαλέον
δειμαλέοςtimid: masc acc sgδειμαλέοςtimid: neut nom /voc /acc sg -
6 δειμαλέην
δειμαλέοςtimid: fem acc sg (epic ionic) -
7 δειμαλέοι
δειμαλέοςtimid: masc nom /voc pl -
8 δειμαλέοισιν
δειμαλέοςtimid: masc /neut dat pl (epic ionic aeolic) -
9 δειμαλέους
δειμαλέοςtimid: masc acc pl -
10 δειμαλέων
δειμαλέοςtimid: masc /neut gen pl -
11 δειμαλέως
δειμαλέοςtimid: masc acc pl (doric) -
12 δειμαλέω
-
13 δειμαλέῳ
-
14 δεῖμα
Grammatical information: n.Meaning: `fear' (Il.).Derivatives: δειμαλέος `timid' ([Arist.] Phgn., Mosch.; cf. θαρσαλέος, σμερδαλέος etc.), δειματόεις (AP), δειματηρός (A. D.), δειματώδης (Aret.), Δειματίας surname of Zeus (D. H.), Δείμας PN (cf. Schwyzer 526 n. 5). Denomin. δειμαίνω `be afraid' (h. Ap.), δειματόομαι, - όω `get, make frightened' ' (Hdt.) with δειμάτωσις. - Often personified Δεῖμος `Fear' (Il.)Page in Frisk: 1,357Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > δεῖμα
См. также в других словарях:
δειμαλέος — δειμαλέος, α, ον (Α) 1. ο γεμάτος φόβο, ο τρομαγμένος («δειμαλέην αὐδήν» τρομαγμένη φωνή, φωνή που έδειχνε τρόμο) 2. αυτός που προκαλεί τρόμο («κεραυνὸν δειμαλέον»). [ΕΤΥΜΟΛ. < δείμα (πρβλ. θαρσαλέος, σμερδαλέος κ.ά.)] … Dictionary of Greek
δειμαλέος — timid masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δειμαλέον — δειμαλέος timid masc acc sg δειμαλέος timid neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δειμαλέην — δειμαλέος timid fem acc sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δειμαλέοι — δειμαλέος timid masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δειμαλέοισιν — δειμαλέος timid masc/neut dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δειμαλέους — δειμαλέος timid masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δειμαλέων — δειμαλέος timid masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δειμαλέως — δειμαλέος timid masc acc pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δειμαλέῳ — δειμαλέος timid masc/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
-αλέος — Γλωσσ. κατάληξη επιθέτων τής αρχαίας, που απαντά στα ομηρικά κείμενα και ιδιαίτερα στους μεταγενέστερους επικούς ποιητές. Στην αρχαία Ελληνική μαρτυρούνται συνολικά 112 περίπου επίθετα σε αλέος. Η κατάληξη δεν μαρτυρείται στην αττική διάλεκτο, η… … Dictionary of Greek