Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

δειμαλέος

См. также в других словарях:

  • δειμαλέος — δειμαλέος, α, ον (Α) 1. ο γεμάτος φόβο, ο τρομαγμένος («δειμαλέην αὐδήν» τρομαγμένη φωνή, φωνή που έδειχνε τρόμο) 2. αυτός που προκαλεί τρόμο («κεραυνὸν δειμαλέον»). [ΕΤΥΜΟΛ. < δείμα (πρβλ. θαρσαλέος, σμερδαλέος κ.ά.)] …   Dictionary of Greek

  • δειμαλέος — timid masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δειμαλέον — δειμαλέος timid masc acc sg δειμαλέος timid neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δειμαλέην — δειμαλέος timid fem acc sg (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δειμαλέοι — δειμαλέος timid masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δειμαλέοισιν — δειμαλέος timid masc/neut dat pl (epic ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δειμαλέους — δειμαλέος timid masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δειμαλέων — δειμαλέος timid masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δειμαλέως — δειμαλέος timid masc acc pl (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δειμαλέῳ — δειμαλέος timid masc/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • -αλέος — Γλωσσ. κατάληξη επιθέτων τής αρχαίας, που απαντά στα ομηρικά κείμενα και ιδιαίτερα στους μεταγενέστερους επικούς ποιητές. Στην αρχαία Ελληνική μαρτυρούνται συνολικά 112 περίπου επίθετα σε αλέος. Η κατάληξη δεν μαρτυρείται στην αττική διάλεκτο, η… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»