-
1 δειλαιότης
δειλαιότης, ητος, ἡ, Elend, Schol. Ar. Equ. 1148.
-
2 δειλαιότης
δειλαιότης, ητος, ἡ, Elend
См. также в других словарях:
δειλαιότης — δειλαιότης, η (Α) [δείλαιος] δυστυχία, αθλιότητα … Dictionary of Greek
δειλαιότητα — δειλαιότης misery fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)